Θεωρητικό τμήμα από την:
ΜΕΛΕΤΗ
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ
ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πολλοί και με διάφορους τρόπους αναφέρονται στον Πολιτισμό και την Ανάπτυξη. Δύο έννοιες που χρησιμοποιούνται ευρύτατα χωρίς πολλές φορές να είναι απολύτως σαφή και ξεκαθαρισμένα τα νοηματικά τους όρια. Συνακόλουθα το ίδιο συμβαίνει και όταν αυτές οι δύο έννοιες συμπλέκονται νοηματικά, όπως π.χ. στη φράση πολιτισμική ανάπτυξη.
Το κείμενο που ακολουθεί έχει σκοπό κατ’ αρχάς να αποσαφηνίσει τα νοηματικά όρια των όρων αυτών και ακολούθως, να καταγράψει ο, τι νοείται ως πολιτισμικό απόθεμα στο χώρο της Δωδεκανήσου (με βάση τα κείμενα που διέθεσαν οι Ο.Τ.Α. του νομού).
Στη συνέχεια κατατίθενται αναπτυξιακές προτάσεις που στο συγκεκριμένο κείμενο δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο εξειδικευμένες. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει για κάθε μία δράση χωριστά τόσο σε επίπεδο προτάσεων για Ο.Τ.Α όσο και σε επίπεδο ιδιωτών επιχειρηματιών. Εδώ κατατίθεται το προτεινόμενο «πλαίσιο».
Η μελέτη ολοκληρώνεται με την παράθεση εργαλείων που μπορούν, τουλάχιστον πρωτοβάθμια, να βοηθήσουν τον Ο.Τ.Α. ή τον ιδιώτη να σχεδιάσει και να αποφασίσει για την επιχειρηματική του δράση. Το ρόλο της ολοκληρωμένης βοήθειας προς τον επιχειρηματία, άλλωστε, η μελέτη προτείνει να αναλάβει ειδική συμβουλευτική δομή.
2. ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
2.1 ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
2.1.1 ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ
Ο τίτλος της μελέτης εμπεριέχει – ως θεμελιώδη – τον όρο «Πολιτισμικό». Κρίνεται σκόπιμο λοιπόν να γίνει μια εννοιολογική αποσαφήνιση του όρου αυτού προκειμένου να αποκατασταθεί ένα κοινό πεδίο αναφοράς με τον αναγνώστη. Ιστορικά ο όρος πολιτισμός εμφανίστηκε αργά στην παγκόσμια γραμματεία. Οι σχετικές έρευνες τον θέλουν να εμφανίζεται στη Δυτική Ευρώπη γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα και να καθιερώνεται στον αιώνα της «νεωτερικότητας», δηλαδή τον 19ο.
Σήμερα η έννοια του πολιτισμού έχει σχεδόν ταυτιστεί με αυτήν της κουλτούρας και οι δύο όροι, από κοινού, θεωρούνται βασικοί όροι των κοινωνικών επιστημών (κοινωνιολογία, εθνολογία, φιλοσοφία κλπ).
Παρ’ όλ’ αυτά δεν φαίνεται ακόμη να υφίσταται μια από όλους αποδεκτή ερμηνεία τους. Ήδη από το 1952 οι εθνολόγοι Alfred Kroeber και Clyde Kluckhohn κατέγραψαν 164 διαφορετικούς ορισμούς μόνο για την κουλτούρα.(1). Ειδικότερα στη χώρα μας το πρόβλημα του σαφούς και κοινώς αποδεκτού ερμηνευτικού προσδιορισμού γίνεται εντονότερο μια που οι λέξεις αυτές δεν είναι ελληνικές αλλά δάνειες. Φαίνεται ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι κάθε φορά επιχειρείται ο ορισμός με βάση ένα και μόνον συστατικό χαρακτηριστικό των όρων, και όχι με την πολυδιάστατη ερμηνεία τους όπως έχει προκύψει από την μακροχρόνια και εξαντλητική πορεία τους στην ευρωπαϊκή σκέψη κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Άλλοτε χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν την τέχνη, άλλοτε το πρότυπο της συμπεριφοράς κλπ και ποτέ όλα αυτά μαζί.(2)
Ετυμολογικά, το ρήμα εκπολιτίζω και η μετοχή του πολιτισμένος προέρχονται από την λατινική λέξη civis (πολίτης) όπως αυτή ενσωματώνεται στα γαλλικά και αγγλικά (civilize – civilized και civilizer – civilizè) τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα όταν χρησιμοποιούνται από την αυλική αριστοκρατία, αυτές και το παράγωγό τους civility / civilitè, για να περιγράψουν τα δικά τους πρότυπα συμπεριφοράς (λ.χ. λεπτότητα, αβροφροσύνη κλπ).
Η λέξη κουλτούρα προέρχεται από τη λατινική, επίσης, λέξη cultura η οποία αναφέρεται στην καλλιέργεια της γης. Ο πρώτος που της έδωσε τη μεταφορική σημασία στην οποίαν αναφερόμαστε εδώ ήταν ο Κικέρων κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα όταν αναφέρθηκε στην καλλιέργεια της ψυχής (cultura animi). Αργότερα κατά την τελευταία περίοδο της Αναγέννησης εισήχθη και ο όρος cultura intellecti (καλλιέργεια του πνεύματος). Η ερμηνεία αυτή ήταν που ενσωματώθηκε στην αγγλική και γαλλική γραμματεία κατά τον 18ο αιώνα.
_______________________________
(1) Εισαγωγή στην έννοια του Πολιτισμού, 1999, σ. 25
(2) Ό.Π.
Παράλληλα στη Γερμανία η κουλτούρα (kultur) βρίσκεται στον αντίποδα του πολιτισμού (zivilisation). Αναλυτικότερα: Η εγκύκλιος παιδεία, η μόρφωση, η αρετή όπως αυτή προκύπτει από μακροχρόνια και επίπονη παιδευτική διαδικασία, αντιπαρατίθεται στην επιτήδευση των καλών τρόπων και την μη ουσιαστική ευγένεια.
Εύκολα μπορεί κανείς να διαγνώσει μία υποβόσκουσα αναφορά στην θεμελιακή κοινωνική αλλαγή που συντελείται ταυτόχρονα: την άνοδο της αστικής τάξης που στον αγώνα της για επικράτηση προβάλλει την υπεροχή της και καταδικάζει απερίφραστα τον μιμητισμό των εκλεπτυσμένων γερμανών που μιμούνται το γαλλικό savoir vivre (ήταν δηλαδή πολιτισμένοι) και προβάλλει τη δική της αλήθεια που δεν βρίσκεται αλλού παρά στην πραγματική παιδεία και γνώση. Προς επίρρωση, στα 1758 ο Marquis de Mirabeau επιχειρεί να προσδιορίσει το ουσιαστικό νόημα του πολιτισμού: «Εάν ρωτούσα τους περισσότερους σε τι συνίσταται ο πολιτισμός θα μου απαντούσαν ότι ο πολιτισμός ενός λαού είναι η εξημέρωση των ηθών του, οι κομψοί τρόποι των ανθρώπων της πόλης, η ευγένεια και οι γνώσεις που έχουν διαδοθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε οι κανόνες της κοσμιότητας να είναι παρόντες και να επέχουν θέση διεξοδικού νόμου. Όλα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν για μένα παρά το προσωπείο της αρετής και όχι το πρόσωπό της. Και ο πολιτισμός δεν κάνει τίποτα για την κοινωνία αν δεν της δίνει ουσία και την μορφή της αρετής».(3) Παράλληλα ο πολιτισμός και η κουλτούρα εδώ (στη Γερμανία) διαφοροποιούνται και ποιοτικά: Ο πολιτισμός περιλαμβάνει τα τεχνικά και επιστημονικά επιτεύγματα των κοινωνιών ενώ ο όρος κουλτούρα περιλαμβάνει τα αξιακά συστήματα και την πνευματική δημιουργία. Γίνεται δηλαδή διαχωρισμός της ανθρώπινης σκέψης, βασισμένος στα αποτελέσματά της.
Παράλληλα οι συγγραφείς της «Εγκυκλοπαίδειας» (1751 – 1752), στηριζόμενοι στην πεποίθηση ότι ο Ορθός Λόγος είναι έμφυτος σε όλους τους ανθρώπους, διατύπωναν τη θέση ότι υφίσταται πορεία της κοινωνίας προς την τελειοποίηση. Έτσι απέρριπταν την πεποίθηση πως υπάρχει ήδη μια κατακτημένη κορυφή (το ευρωπαϊκό πολιτισμικό κεκτημένο της εποχής) μια που ο πολιτισμός δεν ήταν κατάσταση αλλά διαδικασία. Στη βάση της διαδικασίας αυτής τοποθετούσαν την παιδεία και την επιστημονική γνώση. Επί πλέον ο πολιτισμός δεν ήταν πλέον ατομική υπόθεση (όπως οι καλοί τρόποι) αλλά κοινωνική. Και σε αυτή την προσέγγιση είναι εμφανείς οι επιρροές του Διαφωτισμού που αμφισβητεί την απολυταρχία και επιδιώκει την, επί το δημοκρατικότερο, κοινωνική αλλαγή.
Οι απόψεις αυτές είχαν να αντιπαρατεθούν με αυτές των γάλλων συγγραφέων του 17ου αιώνα που ήθελαν να υπάρχει μια δομημένη και συγκροτημένη ιεράρχηση των λαών με βάση τα πολιτισμικά τους επιτεύγματα. Έτσι στη βάση της ιεράρχησης αυτής υπήρχαν οι άγριοι, στη μέση οι βάρβαροι και στην κορυφή οι πολιτισμένοι.
____________________________________
(3) Elias N., 1997, σελ. 110
(4) Febvre L., 1998, σελ. 160-190
Τον 19ο αιώνα οι θέσεις των Διαφωτιστών (περί εξελικτικής διαδικασίας) αλλά και των γάλλων συγγραφέων του 17ου αιώνα (περί κεκτημένης κορυφής και σαφούς ιεράρχησης στον πολιτισμό), επιβίωναν και έτσι εξακολουθούσε να υπάρχει η αντίληψη ότι η ανθρωπότητα πορεύεται από την αγριότητα προς την τελείωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η ιδέα αυτή συνοψίζεται στον όρο «εξελικτισμός». Η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι οι Διαφωτιστές απέρριπταν την ιδέα της Ευρώπης ως υπόδειγμα πολιτισμικής τελείωσης και στη θέση της τοποθετούσαν μια μελλοντική, ιδανική κοινωνία. Αργότερα ωστόσο, η ευρωπαϊκή διανόηση, κινούμενη από την αλαζονική και αυτάρεσκη θέση της υποβάθμισε εκ νέου την πολιτισμική διαδικασία σε κατάσταση. Η κατάσταση αυτή ουσιωνόταν στο ευρωπαϊκό πολιτισμικό κεκτημένο και οι φορείς του ανέλαβαν το χρέος να μεταλαμπαδεύσουν τον τελειωμένο αυτόν πολιτισμό προς τα έξω.
Την ίδια εποχή καθιερώθηκε ευρύτατα και άλλη μια ερμηνευτική διαφοροποίηση ανάμεσα στον πολιτισμό και την κουλτούρα. Η διαφοροποίηση αυτή αφορούσε στην ερμηνεία της κουλτούρας ως συνόλου των πνευματικών επιτευγμάτων και του πολιτισμού ως συνόλου των τεχνικών - τεχνολογικών. Τη διαφοροποίηση αυτή την διατύπωσε και την επέκτεινε επαρκέστατα ο Alfred Weber: «Πρόκειται για διάζευξη ανάμεσα στην κουλτούρα, όλα δηλαδή εκείνα τα στοιχεία που διακρίνουν μια συγκεκριμένη κοινότητα – όπως είναι οι αξίες, η γλώσσα τα έθιμα, η παράδοση κλπ – και τον πολιτισμό, όλα δηλαδή εκείνα τα υλικά, τεχνικά, επιστημονικά στοιχεία που μπορούν να διαδοθούν μεταξύ πολλών διαφορετικών κοινοτήτων». Με την τεχνολογική πρόοδο και την άνθηση της βιομηχανίας κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά και λόγω της εκτεταμένης αποικιοκρατικής πολιτικής των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, βελτιώνεται η δυνατότητα επικοινωνίας με τους άλλους λαούς και γνωριμίας με τον πολιτισμό και τα επιτεύγματά τους. Η τάση αυτή εκφράζεται και με τους ιμπρεσιονιστές που ανακαλύπτουν και αξιοποιούν αναλόγως τις παραδοσιακές εικαστικές τέχνες ιδίως της Άπω Ανατολής. Έτσι αρχίζει πλέον να διαδίδεται και να επικρατεί η ιδέα ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο πολιτισμικό πανανθρώπινο πρότυπο παγκόσμιας αποδοχής που να νομιμοποιεί προσπάθειες «εκπολιτισμού» ή «εκσυγχρονισμού».
Αργότερα εμφανίστηκε το φαινόμενο της διαφοροποίησης των εννοιών της κουλτούρας και του πολιτισμού – από ορισμένους κοινωνιολόγους – με τη χρησιμοποίηση ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων. Έτσι μια κουλτούρα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πολιτισμένη» ή μη. Ουσιαστικά επανερχόταν η ιδέα του 19ου αιώνα περί τελείωσης του ευρωπαϊκού πολιτισμικού κεκτημένου και συνακόλουθα η αναγκαιότητα ύπαρξης της διαδικασίας «εκπολιτισμού». Με άλλα λόγια η προσπάθεια παγκόσμιας καθιέρωσης του πολιτισμικού προτύπου της Ευρώπης. Η «πολιτισμένη» κουλτούρα, για τους διανοητές αυτούς, περιελάμβανε εκτός της γραφής, της επιστήμης και της τεχνολογίας και την «συνάθροιση μεγάλων πληθυσμών στις πόλεις, τη διαφοροποίηση των παραγωγών του πρωτογενούς τομέα από τους πλήρους απασχόλησης εξειδικευμένους βιοτέχνες, τους εμπόρους, τους αξιωματούχους, τους ιερείς και τους κυβερνήτες, την συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας κλπ».(6)
__________________________________
(5) Weber A., 1998, σ.191-215
Έτσι η ιδέα της μοναδικότητας και της αυτόνομης αξίας της κάθε κουλτούρας έχει να αντιπαρατεθεί με δύο στοιχεία που την αντιμάχονται και έχουν έντονα κοινωνικό χαρακτήρα και συμποσούνται στην επιχειρούμενη αποδοχή της υπεροχής του ευρωπαϊκού και αστικού πολιτισμού.
Κοινωνικού χαρακτήρα θα είναι και οι παράγοντες που θα αναθεωρήσουν τις προηγούμενες ιδέες. Κατ’ αρχάς η λήξη – για τις περισσότερες αποικίες – του αποικιοκρατικού καθεστώτος κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Νέα κράτη δημιουργούνται τα οποία μετέρχονται διαφόρων μεθόδων για να ανασυγκροτήσουν τις απαρχαιωμένες – λόγω αποικιοκρατίας - δομές τους, προβάλλοντας την πολιτισμική τους ταυτότητα ως μέσον ανάδειξης της οντότητάς τους και ανατρέποντας de facto το μύθο περί μιας και μόνον ιδέας για τον πολιτισμό. Ο όρος «Παγκόσμια Πολιτισμική Κληρονομιά» εμπεριέχει την ευόδωση των προσπαθειών των κρατών αυτών, αν όχι απόλυτα, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό. Έτσι επαληθεύεται η άποψη του Michel de Montaigne ο οποίος ήδη από το 1580 έγραφε πως: «τίποτε το άγριο δεν υπάρχει στους λαούς αυτούς, εκτός από το ο καθένας ονομάζει βαρβαρότητα ο, τι είναι έξω από τις συνήθειές του». Συνέχιζε δε, θέλοντας να αντιπαραθέσει στον αλαζονικό ευρωπαϊκό πολιτισμό τη θεμελιακή αρχή του πολιτισμικού σχετικισμού: «πραγματικά φαίνεται πως δεν έχουμε άλλο κριτήριο για την αλήθεια και την λογική παρά το παράδειγμα και την εικόνα των αντιλήψεων και των συνηθειών του τόπου όπου βρισκόμαστε. Εκεί είναι πάντα η τέλεια θρησκεία, το τέλειο πολίτευμα, ο τέλειος και άψογος τρόπος να γίνεται το κάθε τι».(7)
Σήμερα είναι πλέον ευρύτατα διαδεδομένη και αποδεκτή η θέση πως «σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία υπάρχουν δίκτυα αξιών και τρόπων σκέψης, εθίμων και προτύπων συμπεριφοράς τα οποία προσδιορίζουν τον τρόπο ζωής και τον κόσμο στον οποίο οι άνδρες και οι γυναίκες δρουν, αποφασίζουν και λύνουν προβλήματα, εξασφαλίζουν την τροφή, την ένδυση, τη στέγη και οποιαδήποτε αγαθά και υπηρεσίες χρειάζονται. Συνεπώς κάθε κοινωνία στο χρόνο και το χώρο διαθέτει το δικό της διακριτό πολιτισμό, έτσι ώστε τα μέλη της να συμπεριφέρονται διαφορετικά σε ορισμένα σημαντικά πεδία μελέτης, από τα μέλη οποιασδήποτε άλλης κοινωνίας».(8)
Δεχόμαστε επίσης ότι η έννοια του πολιτισμού και/ή της κουλτούρας περιλαμβάνει όλα τα νοητικά συστήματα όπως είναι η τέχνη, η τεχνολογία αλλά και οι προτυπικές συμπεριφορές, οι παραδόσεις, το δίκαιο κλπ. Στην έννοια του πολιτισμού περιέχονται και οι πρακτικές των ανθρώπων οι οποίες πηγάζουν από τη νοητική επεξεργασία που συντελείται από τους ανθρώπους ακόμα και αν στην πραγμάτωσή τους αυτές βρίσκονται σε αντιδιαστολή με την προηγηθείσα επεξεργασία. Έχει επικρατήσει δηλαδή η άποψη του άγγλου ανθρωπολόγου Edward Burnett Tylor που θέλει τον πολιτισμό (και σε αντίθεση με την παραπάνω άποψη της γερμανικής διανόησης) να είναι: «…με την πλατιά εθνογραφική έννοια, το σύνθετο εκείνο όλον που περιλαμβάνει τη γνώση, τις πεποιθήσεις, την τέχνη, την ηθική, το νόμο, την εθιμική πρακτική καθώς επίσης και άλλες δεξιότητες και συνήθειες που έχουν αποκτηθεί από τον άνθρωπο ως μέλος της κοινωνίας».(9)
_________________________________
(6) Childe V., 1951, σ. 124-132
(7) Montaigne M. de, 1982, σ.35-43
(8) Urevbu A., 1997-1998, σ. 23-29
Παράλληλα φαίνεται αρκετά πειστική η προσέγγιση από πλευράς του ιστορικού υλισμού η οποία θέλει τον τρόπο παραγωγής των υλικών αγαθών να αποτελεί τη βάση όλης της πνευματικής και κοινωνικής ζωής των κοινωνιών άρα και του πολιτισμού που αυτές παράγουν. Αυτό φαίνεται λογικό αφού η κουλτούρα / πολιτισμός δεν αποτελεί αντανάκλαση μιας παγιωμένης κοινωνικής δομής αλλά συμμετέχει άμεσα στη διαμόρφωση και πηγάζει από την κοινωνική πραγματικότητα. Δηλαδή με βάση αυτή την κοινωνικοοικονομική προσέγγιση δεχόμαστε πως το πολιτισμικό παραγόμενο αναφέρεται, διατρέχει και εκφράζεται σε όλα τα επίπεδα ζωής των ανθρώπων άρα και σε ο, τι αφορά την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη των ανθρώπινων ομάδων. Η διαφορά εδώ έγκειται στο ότι η παραγωγή των αγαθών θεωρείται αίτιο - και παράλληλα αιτιατό - παραγωγής πολιτισμού και έτσι καθίσταται πρωταρχικός παράγοντας της ανθρώπινης ζωής.
Αν αποδεχθούμε ως αληθή την παραπάνω προσέγγιση πλησιάζουμε στην ερμηνεία – τουλάχιστον σε επίπεδο αρχών – του φαινομένου της διεθνοποίησης της κουλτούρας / πολιτισμού ή, λιγότερο κομψά, του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού. Οι άνθρωποι σήμερα βιώνουν μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια επιβολής συγκεκριμένων πολιτισμικών προτύπων εξ Εσπερίας, επιβολή που αξιοποιεί στο έπακρο την τεχνολογία δια των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Έτσι όμως κινδυνεύει να επέλθει ο εκδυτικισμός, η απώλεια της ιδιαίτερης ταυτότητας και οι διάφοροι θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί που λειτουργώντας αμυντικά στρέφονται προς τη συνολική απόρριψη κάθε έννοιας προόδου. Ο Baudrillard αναφέρει: « Ο ιμπεριαλισμός άλλαξε πρόσωπο. Αυτό που στο εξής η Δύση θέλει να επιβάλλει σε όλο τον κόσμο, υπό το προκάλυμμα του οικουμενικού, δεν είναι οι αξίες της αλλά η απουσία αξιών της».(10) Επαυξάνοντας θα αναφέραμε ότι α) ότι αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα δεν είναι η έλλειψη αξιών αλλά το ότι από το δυτικότροπο αξιακό σύστημα απουσιάζουν φωναχτά οι αξίες που ανάγονται στο ηθικό και πνευματικό πεδίο και β) ότι ο πολιτισμικός αυτός ιμπεριαλισμός ουσιώνεται δια της μαζικής κουλτούρας.
Η μαζική κουλτούρα πέραν του ρόλου της ως φορέα του δυτικότροπου πολιτισμικού μοντέλου χαρακτηρίζεται και από την ιδιότητά της ως κουλτούρας των πολλών που την διαφοροποιεί από την «υψηλή κουλτούρα» που παράγεται και καταναλώνεται από τα ανώτερα, αστικά, υψηλά κοινωνικά στρώματα. Διαφοροποιείται δηλαδή ταξικά η παραγωγή πολιτισμού, κάτι που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό είναι σήμερα ορατό. Η ένσταση εστιάζεται αφενός στο αν αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει και αφετέρου στο αν η διαφοροποίηση αυτή είναι τεχνητή ή πραγματική. Ο ίδιος ο εμπορευματικός χαρακτήρας της μαζικής κουλτούρας μπορεί να χαρακτηρίσει τη διαφοροποίηση αυτή τεχνητή. Αν αναγάγουμε τις έννοιες υψηλή/μαζική κουλτούρα στις έννοιες υψηλή/μαζική _________________________________
(9) Tylor E., 1895,
(10) Braudrillard J., 2002
τέχνη θα διαπιστώσουμε πως α) είναι ασαφή τα όρια ανάμεσα τους και πάντως η αξιολόγηση είναι υποκειμενική και β) πως σε ένα κοινωνικό σύστημα με δημοκρατικό χαρακτήρα όπου οι ευκαιρίες για παιδεία δεν έχουν ταξικό αντίστοιχο η τέχνη -υψηλή ή μαζική- είναι προσιτή σε όλους.
Όπως προκύπτει από την επιχειρούμενη πολιτισμική ομογενοποίηση υφίσταται το δίπολο υψηλή / μαζική κουλτούρα. Παραλείπεται ο ουσιώδης αν όχι ο ουσιωδέστερος τρίτος πόλος: η παράδοση της κάθε κοινωνικής ομάδας, ο λαϊκός πολιτισμός της. Η επισήμανση αυτή δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκην, ότι ο λαϊκός πολιτισμός διαφοροποιείται από την υψηλή ή και την μαζική κουλτούρα. Τονίζεται απλώς ότι ο πολιτισμικός ιμπεριαλισμός τείνει να υποβαθμίζει την λαϊκή παραδοσιακή δημιουργία διότι θέλει να επιβάλλει τη μαζική για (κοινωνικοοικονομικούς λόγους) και την υψηλή (για να δηλώσει την υπεροχή του). Έτσι η δυτικότροπη ιδεολογία που φαίνεται ότι επικρατεί σήμερα παγκοσμίως αντιστρατεύεται τα ιδεώδη, τις αξίες και το σύνολο των ιδιαίτερων πολιτισμικών παραγομένων και όταν αδυνατεί να επιτύχει την υποβάθμισή τους τα ενθυλακώνει και τα εμπορεύεται ξεχνώντας ότι η αγορά είναι μέρος του πολιτισμού και όχι ο πολιτισμός μέρος της αγοράς.
2.1.2 ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο Raymond Williams το 1993 προσεγγίζει το θέμα του ορισμού του πολιτισμού συμπεριλαμβάνοντας σε αυτόν τη μαζική, την «υψηλή» κουλτούρα αλλά και την παράδοση: «…ο πολιτισμός είναι ένας συνολικός τρόπος ζωής, ο οποίος ως εκ τούτου περιλαμβάνει την παράδοση και την καινοτομία, την επίσημη “υψηλή τέχνη” αλλά και τη δημοφιλή (pop) μαζική κουλτούρα, το συλλογικό ήθος ή έθιμο αλλά και την προσωπική ιδιόρρυθμη έκφραση και τη δημιουργία».(11)
Τι είναι όμως ο παραδοσιακός πολιτισμός/κουλτούρα που προβάλλει ως ουσιώδης αντίποδας του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού; Ο παραδοσιακός πολιτισμός συντάσσεται απαραιτήτως με μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα αναφοράς. Αναφερόμενοι λοιπόν στον παραδοσιακό πολιτισμό θα πρέπει να εξετάσουμε κατ’ αρχάς τις κοινωνικές συνθήκες που αποτελούν αίτιο και παράλληλα αιτιατό του. Να εντοπίσουμε δηλαδή τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιστούν μια κοινωνική ομάδα «παραδοσιακή». Το πρώτο έγκειται στο χωρικό και ποσοτικό μέγεθος της ομάδας. Όταν αναφερόμαστε σε μια παραδοσιακή κοινωνική ομάδα αναφερόμαστε σε μια ομάδα πεπερασμένου και εύκολα μετρήσιμου χωρικού και πληθυσμιακού μεγέθους. Το δεύτερο είναι αυτό που έχει να κάνει με τα συστατικά, ποιοτικά κοινωνικά χαρακτηριστικά της ομάδας αυτής. Αναφερόμαστε στο χαρακτηριστικό της κοινότητας (Βλ. ενότητα περί ταυτοτήτων). Επί πλέον στην παραδοσιακή κοινωνική ομάδα οι ταξικές διαφορές είναι αμβλυμμένες και η κοινωνική κινητικότητα είναι δυνατή για το κάθε μέλος και πάντως στα ανθρώπινα μέτρα. Ο παραδοσιακός πολιτισμός είναι αυτός που, κατ’ εξοχήν, «δημιουργεί και οργανώνει μια κοινωνική σφαίρα γύρω από τον άνθρωπο, η οποία είναι τόσο απαραίτητη για την ύπαρξη κοινωνικής ζωής,
__________________________
(11) Williams R., 1993, σ. 5-14
όσο απαραίτητη είναι η βιόσφαιρα για την ύπαρξη οργανικής ζωής».(12) Στην παραδοσιακή κοινωνία τα παραγωγικά μέσα περιορίζονται στα ανθρώπινα χέρια και τις απλές μηχανές (στην εξυπηρέτηση της ανάγκης για αυτάρκεια) ενώ η άμεση εξάρτηση από τους πόρους οδηγεί στην αυτόματη προστασία τους. Η οικονομία της χαρακτηρίζεται από έντονη τοπικότητα και γι’ αυτό πολλές φορές χρησιμοποιείται η απ’ ευθείας ανταλλαγή προϊόντων. Δεν θα πρέπει να παραληφθεί το χαρακτηριστικό της άσκησης κοινωνικού ελέγχου ως ουσιώδης παράμετρος της κοινωνικής ζωής σε μια παραδοσιακή κοινότητα. Μέσω αυτού εμπεδώνεται η έννοια της κοινότητας (αλλιώς: η σημαντικότητα του κάθε μέλους) αλλά και παράγεται το θεσμικό και εθιμικό πλαίσιο αξιών του συστήματος.
Ανατρέχοντας στον όρο «παραδοσιακός» είναι φανερό ότι αναφερόμαστε σε μια κοινωνική ομάδα του παρελθόντος της οποίας το πολιτισμικό παραγόμενο πέρασε από γενιά σε γενιά ως τις μέρες μας. Ο Δημήτρης Λέκκας ορίζει μια πολιτισμική ταυτότητα ως παραδοσιακή «…μια ταυτότητα που έχει παρόν, άμεσα κληρονόμους, και που είναι μακρόβια, αριθμώντας ήδη τουλάχιστον τρεις γενιές (έναν αιώνα) έως σήμερα…».(13) Βέβαια η παραδοσιακή κοινωνία, όπως και κάθε κοινωνία, δεν μπορεί να οριστεί ως αυθύπαρκτη οντότητα που λειτουργεί ανεξάρτητα από τα άτομα που την απαρτίζουν. Το ειδοποιό χαρακτηριστικό της είναι το αντίθετο ακριβώς: Είναι ένα δυναμικό σύστημα που ζει, μεταβάλλεται, εξελίσσεται επειδή τα συνιστώντα μέλη του, μέσω της συλλογικότητας και της συντροφικότητας, του το επιβάλλουν. Αυτό με τη σειρά του τα ανατροφοδοτεί με αρχές και αξίες που επικυρώνονται με βάση τις αλληλεπιδράσεις και αλληλεξαρτήσεις ανάμεσά τους.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί πως η αντίληψη της παράδοσης δεν θα πρέπει να συσχετιστεί άμεσα με κάποια συγκεκριμένη καταγωγή αλλά με μια μορφή ανθρώπινης δημιουργίας που αξιοποιεί ορισμένες υφολογικές και αξιολογικές σταθερές που διαμορφώθηκαν παλαιότερα και κατόρθωσαν να διατηρηθούν στο χρόνο επιβεβαιώνοντας το διαχρονικό χαρακτήρα των παραδοσιακών φαινομένων.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά συνιστούν μια παραδοσιακή ταυτότητα. Στην ενότητα που ακολουθεί κρίνεται σκόπιμο να προσεγγιστεί η έννοια της ταυτότητας και ειδικότερα της παραδοσιακής.
____________________________________
(12) Lotman J. – Ouspenski B., 1984, σ. 105
(13) Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, 2003, σ. 150
2.1.3 ΠΕΡΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ
Κάθε ταυτότητα είναι ένα σύνολο κοινών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Στα στοιχεία αυτά συμπεριλαμβάνονται η κεντρική ιδέα της κοινότητας, τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της και γενικά όλα αυτά που την κάνουν να ξεχωρίζει από κάποια άλλη, να βοηθά τα μέλη της να αναγνωρίζονται μεταξύ τους και τέλος να της παρέχουν το κοινά παραδεκτό εσωτερικό σύστημα ιεράρχησης.
Τις ταυτότητες η σχετική γραμματεία τις διαχωρίζει σε τρεις κατηγορίες:
Α) Την πραγματική
Β) Τη φαντασιακή και
Γ) Τη συμβολική
Μια πραγματική ταυτότητα είναι ένα σύνολο ανθρώπων με σαφή, απόλυτα συγκροτημένα ειδοποιά χαρακτηριστικά (π.χ. οι έχοντες ελληνική υπηκοότητα). Μία φαντασιακή ταυτότητα είναι το ειδοποιό (μια που κάθε κοινωνική ομάδα έχει τα δικά της φαντασιακά πρότυπα που τη βοηθούν να υπάρχει ως ξεχωριστή οντότητα) χαρακτηριστικό μιας ομάδας ανθρώπων που τείνει να αποτελέσει το γνώρισμα εκείνο που θα συγκροτήσει μια άτυπη πραγματική ταυτότητα (π.χ. η ιδέα του έθνους). Συμβολική ταυτότητα είναι αυτή που ενδύεται κάποιος για να τη χρησιμοποιήσει ή για κοινοποίηση της φαντασιακής του ταυτότητας ή ως αναγνωριστικό σημείο μεταξύ των υπολοίπων μελών της ταυτότητας.
Με βάση τα παραπάνω θα πρέπει να καταλήξουμε στο ότι η πολιτισμική ταυτότητα αποτελεί υποσύνολο της κατηγορίας των φαντασιακών ταυτοτήτων. Συμποσούται μάλιστα από τη δυαδικότητα του ανήκειν ή μη στο πολιτισμικό σύστημα που την προσδιορίζει. Σε ατομικό επίπεδο εκδηλώνεται ως προσχώρηση – αποχώρηση ενώ στο συλλογικό επίπεδο ως αποδοχή και ενσωμάτωση ή απόρριψη και αποβολή.
Όπως είναι φανερό η μόνη πρόσβαση που έχουμε στην φαντασιακή (άρα και στην πολιτισμική) ταυτότητα είναι η συμβολική. Ο μόνος τρόπος δηλαδή για να διαγνώσουμε, να εκδηλώσουμε και να αναγνωρίσουμε την πολιτισμική ταυτότητα είναι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, όπως η ενδυμασία, η γλώσσα κλπ. Στο βαθμό που αυτά συμπίπτουν αποδεικνύεται το συνανήκειν.
Επειδή η πολιτισμική ταυτότητα πηγάζει από το κοινωνικό σύστημα αναφοράς και επειδή αυτό συνεχώς εξελίσσεται μπορεί με ασφάλεια να γίνει η συνεπαγωγή πως και η πολιτισμική ταυτότητα δεν είναι στατική αλλά ένα δυναμικό σύστημα νοημάτων, αξιών και ιδεών που πηγάζει από τα μέλη της κοινότητας αλλά και τα καθορίζει. Θα έλεγε κανείς πως είναι μια διαδικασία αέναης ανατροφοδότησης. Δεν είναι δεδομένη κληρονομιά (που σαν τέτοια μπορεί να έχει μουσειακό χαρακτήρα) αλλά σχέση ανάμεσα στα μέλη και το κοινωνικό σύστημα που τα εμπεριέχει.
Τίθεται θέμα του κατά πόσον μια πολιτισμική ταυτότητα μπορεί να συμπίπτει με το σύνολο των ατομικών φαντασιακών ταυτοτήτων των μελών της. Η απάντηση είναι ότι τέτοιο θέμα ουδόλως τίθεται αφού η πολιτισμική ταυτότητα νοείται μόνον ως υπερδομή. Αναφορικά με τις σχέσεις του ατόμου με την κοινότητά του θα πρέπει να επισημανθούν τα παρακάτω: Τα ειδοποιά χαρακτηριστικά κάθε κοινότητας εγχαράσσονται στην προσωπικότητα του ατόμου – μέλους της και όπως προαναφέρθηκε συνιστούν τη συμβολική του ταυτότητα. Η διαδικασία αυτή ονομάστηκε πολιτισμικός εθισμός και ανάγεται στη συλλογική μνήμη των ατόμων όπως αυτή ουσιώνεται τόσο στα εξωτερικά γνωρίσματα όσο και σε επίπεδο αξιών. Ο πολιτισμικός εθισμός με άλλα λόγια ανάγεται στην κάθε παράδοση της κάθε κοινωνικής ομάδας. Η παράδοση δηλαδή συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία προσδιορισμού του ειδοποιού στοιχείου της κοινότητας και αναζητά στο παρελθόν την τεκμηρίωση της «αλήθειας» της αλλά και την συνέχειά της μέχρι σήμερα.
2.1.4 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η ελληνική παραδοσιακή ταυτότητα
Ο παραδοσιακός βίος στην Ελλάδα συνιστά ένα σύνολο παραδοσιακών ταυτοτήτων, με δεδομένο ότι υφίστανται σημαντικές διαφοροποιήσεις από τόπο σε τόπο, ορισμένα χαρακτηριστικά του οποίου αξίζει να επισημανθούν.
Από τη δημώδη λογοτεχνική παράδοση (αλλά και από τη νεοελληνική λογοτεχνία) εκφράζεται μία μορφή αντιστοιχίας των στοιχείων της φύσης με άλλα που ανάγονται στο πνευματικό. Για παράδειγμα αναφέρεται ο ανθρωπομορφισμός φυσικών στοιχείων με συγκεκριμένες αρετές που βασίζονται στις αξίες της ελληνικής παραδοσιακής κοινότητας. Η φύση θεωρείται θεϊκό έργο και ως τέτοιο είναι φορτισμένη με στοιχεία ιερότητας που με τη σειρά τους διαμορφώνουν το αξιακό σύστημα της κοινότητας. Επεκτείνοντας μπορούμε να πούμε ότι η Φύση είναι η πηγή όλων των αξιών. Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει έτσι εκλεκτικές συγγένειες της δημώδους λογοτεχνίας με τον Πλατωνικό «κόσμο των ιδεών». Η σχέση αυτή των ιδεών και των αξιών με τη φύση και τα στοιχεία της είναι καθοριστική για τη σχέση της παραδοσιακής κοινότητας με τη φύση που έτσι αποκλείει κάθε ανταγωνιστική, κατακτητική ή εκμεταλλευτική σχέση του παραδοσιακού ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον του.
Το κοινωνικό περιβάλλον της παραδοσιακής ελληνικής κοινότητας λειτουργεί στα ανθρώπινα μέτρα. Η έννοια της σημαντικότητας μεταξύ των μελών της κοινότητας αλλά και η ανταγωνιστικές σχέσεις τους είναι χαρακτηριστικές. Όπως προαναφέρθηκε το συμπεριφορικό πρότυπο της κοινότητας διαμορφώνεται από κοινού από όλα τα μέλη της. Η διαδικασία άσκησης του κοινωνικού ελέγχου έρχεται να επιβεβαιώσει το πρότυπο αυτό αλλά και να αποτρέψει αποκλίνουσες συμπεριφορές. Έτσι δημιουργούνται πιέσεις, σύμφυτες με την κοινωνικότητα, και αναζητούνται διέξοδοι – ασφαλιστικές δικλείδες εκτόνωσης. Το ρόλο αυτό αναλαμβάνουν – μεταξύ άλλων - οι κοινωνικές εκδηλώσεις όπου τα μέλη της κοινότητας έχουν τη δυνατότητα της μερικής έστω απόκλισης. Παράλληλα οι εκδηλώσεις αυτές λειτουργούν και ως μηχανισμοί επιβεβαίωσης της κοινότητας. Οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί, στην πλειονότητά τους, χορεύονται κυκλικά, συμβολίζοντας την ομαδικότητα αλλά και διαμορφώνοντας τον πρωταρχικό αμυντικό σχηματισμό, αυτόν του κύκλου. Η ελαστικότητα και η ανεκτικότητα του συστήματος γίνεται πράξη με τον πρώτο του χορού που έχει τη νόμιμη δυνατότητα να προβάλλει την ατομικότητά του και να υπερβεί το κοινοτικό χορευτικό μέτρο.
Αντλώντας στοιχεία από την ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική μπορούμε να μάθουμε περισσότερα για το πώς το δομημένο περιβάλλον μπορεί να προσαρμοστεί στα ανθρώπινα μέτρα. Λόγω ακριβώς του κοινοτικού χαρακτήρα της ελληνικής παραδοσιακής κοινωνίας αλλά και της συνεργατικής της σχέσης με το φυσικό περιβάλλον, η αρχιτεκτονική της είναι προσανατολισμένη στην κάλυψη αναγκών και όχι στη δημιουργία ακίνητης περιουσίας. Η πολεοδόμηση χαρακτηρίζεται από τη φυσική οικονομία και συντελεί στο να επιβεβαιώνεται η αίσθηση της κοινότητας.
Ο σημαίνων ρόλος του άλλου μέλους της κοινότητας και η τάση για σύσταση ομάδας που παρατηρείται στις παραδοσιακές ελληνικές κοινότητες εκφράζεται και μέσα από την ύπαρξη τάσεων διαφοροποίησης και υπεροχής έναντι άλλων – συνήθως κοντινών χωρικά – κοινοτήτων. Είναι σε όλους οικεία τα αντιθετικά δίπολα και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε, συχνά, όμορα χωριά ή και κοντινές ιδεολογικά φαντασιακές ταυτότητες.
Γεγονός παραμένει ότι ο ελληνισμός έχει εκδηλώσει με πολλούς τρόπους τη βούληση να διατηρήσει την πολιτισμική του φυσιογνωμία και μάλιστα σε αντιδιαστολή με το σύγχρονο δυτικό πολιτισμικό πρότυπο. Αυτό είναι λογικό αν αναλογιστεί κανείς πως ο πολιτισμός της κάθε κοινωνίας ή κοινωνικής ομάδας πηγάζει και ορίζεται από τη συλλογική μνήμη και συνείδηση των μελών της και έτσι μόνο μπορεί να αξιολογηθεί.(14) Στον ελλαδικό χώρο η συλλογική μνήμη έχει τροφοδοτηθεί για περισσότερο χρόνο και με το μεγαλύτερο πλήθος επιρροών από τα περισσότερα μέρη του κόσμου δημιουργώντας ένα ευρύτατο πολιτισμικό πλαίσιο που δεν άφησε ανεπηρέαστη την πολιτισμική εξέλιξη του υπόλοιπου κόσμου. Αυτή η αντίληψη βέβαια δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε απόψεις περί «υπεροχής» του ελληνικού πολιτισμού διότι έτσι δεν θα έχουμε κάνει τίποτε άλλο παρά να επαναλάβουμε ο, τι συνέβαινε με αυτούς που πρέσβευαν αλαζονικά την πολιτισμική τελείωση στον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Η Δωδεκάνησος ανέπτυξε τον πολιτισμό της εν πολλοίς εντεταγμένο στη γενικότερη ελλαδική πολιτισμική εξέλιξη. Ωστόσο υπήρξαν διαφοροποιήσεις λόγω της μεγάλης απόστασης από τα εκάστοτε εθνικά κέντρα αλλά και του νησιωτικού χαρακτήρα της. Δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί και η γειτνίασή της με την Μικρασιατική ενδοχώρα. Αυτό διότι οι επηρεασμοί από εκεί ήταν έντονοι και λόγω της προαναφερθείσας γειτνίασης και επειδή στο χώρο αυτό αναπτύχθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων εξαιρετική πολιτισμική παραγωγή. Τα ροδίτικα παραδοσιακά κεραμικά και κεντήματα επιβεβαιώνουν την επίδραση αυτή. Οι προαναφερθείσες επιρροές δεν αντιδιαστέλλονται με τις γενικότερες αξίες και ιδέες που αναπτύχθηκαν στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο αλλά αντιθέτως τις εμπλουτίζουν.
______________________________
(14) Καψωμένος Ε.Γ., 1993, σ. 10-13
2.1.5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Φάνηκε από τα παραπάνω πως μέσα από την ιστορική πορεία της διανόησης σχετικά με τον προσδιορισμό των εννοιών της κουλτούρας και του πολιτισμού προέκυψε το συμπέρασμα πως οι δύο αυτές έννοιες ταυτίζονται. Για επιβεβαίωση της θέσης αυτής αλλά και για έναν περιεκτικότερο προσδιορισμό της έννοιας του πολιτισμού θα αναφερθεί ορισμός του Andrew Urevbu: «Ο πολιτισμός είναι η χαρακτηριστική συμπεριφορά του homo sapiens μαζί με τα υλικά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως συμπληρωματικό μέρος αυτής της συμπεριφοράς».(15)
Δεχόμενοι τον παραπάνω ορισμό ως τον περιεκτικότερο και πιο σύγχρονο από όσους προαναφέρθηκαν αλλά και την ταυτοσημία των όρων πολιτισμός και κουλτούρας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποκαταστάθηκε, το αιτούμενο από την αρχή της ενότητας αυτής, κοινό πεδίο επικοινωνίας.
_____________________
(15) Urevbu A., 1997-1998, σ. 23-29
2.2 ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
2.2.1 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Είναι βέβαιο πως ο όρος «ανάπτυξη» έχει σχεδόν άπειρες ερμηνείες τόσο για την ουσία του όσο και για το πώς αυτή μπορεί να επιτευχθεί. Παρακάτω θα γίνει μια αναφορά στις ερμηνείες αυτές και στην ιστορική εξέλιξή τους προκειμένου να καταλήξουμε σε μια αποδεκτή ερμηνεία, όρου αναγκαίου για συνεννόηση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρξε ταύτιση των εννοιών της ανάπτυξης και της προόδου. Με αυτό δεδομένο δεχόμαστε ότι η έννοια της προόδου / ανάπτυξης ήταν προϊόν της δυτικής πολιτικής σκέψης κατά τον 17ο αιώνα και καλλιεργήθηκε από τον Διαφωτισμό κατά τον 18ο. Χαρακτηριστικά της αντίληψης αυτής περί προόδου επιβιώνουν ως τις μέρες μας. Αυτό φαίνεται διότι η έννοια της προόδου εξυμνήθηκε εξ ίσου και στον 20ο αιώνα με σαφή προσανατολισμό στην οικονομική της διάσταση. Η αύξηση των οικονομικών μεγεθών, η εκβιομηχάνιση, η εμπορευματοποίηση των πάντων και η αύξηση των κατά κεφαλήν εισοδημάτων ήταν και είναι οι αναπτυξιακοί δείκτες με βάση τους οποίους μια χώρα χαρακτηριζόταν και χαρακτηρίζεται αναπτυγμένη, καθυστερημένη ή υπανάπτυκτη. Παράλληλα οι μαρξιστές έβλεπαν την πρόοδο ως αναπότρεπτη τάση των κοινωνικών συστημάτων και υιοθετούσαν το μέτρο των υλικών αγαθών, της τεχνολογικής προόδου, της αύξησης των εισοδημάτων και της συνακόλουθης ανόδου του βιοτικού επιπέδου.
Αυτή η μονοδιάστατη ιδέα περί προόδου, ειδικά στον 20ο αιώνα, μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στην εκρηκτική οικονομική πρόοδο που συντελέστηκε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στις βιομηχανικές χώρες. Θεωρήθηκε τότε ότι και οι υπόλοιπες χώρες θα έπρεπε να ακολουθήσουν παρόμοιο αναπτυξιακό μοντέλο προκειμένου οι λαοί τους να προσεγγίσουν το βιοτικό επίπεδο των μεγάλων βιομηχανικών χωρών. Η θεώρηση αυτή δεν λάμβανε υπόψη της τις κατά τόπους ιδιαιτερότητες ούτε και τις παράπλευρες επιπτώσεις που μια τέτοιου είδους παγκόσμια ανάπτυξη μπορούσε να επιφέρει. Η περίοδος αυτή της ευδαιμονίας διήρκεσε περίπου 30 χρόνια (1945 –1975) από τη λήξη του 20ου μεγάλου πολέμου ως την πρώτη πετρελαϊκή κρίση. Στον ελλαδικό χώρο, ειδικότερα, η ιδέα αυτή υλοποιήθηκε με την μονόπλευρη ανάπτυξη ορισμένων κλάδων όπως η ναυτιλία και ο τουρισμός που στην προσπάθειά τους να εναρμονιστούν με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα ανάπτυξης δεν άφησαν περιθώρια για την εξέλιξη του πρωτογενούς τομέα με αποτέλεσμα οι έλληνες αγρότες ή να εμπλουτίσουν το μεταναστευτικό δυναμικό ή να μετοικήσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η λήξη της περιόδου αυτής σηματοδότησε την έναρξη μιας άλλης που αναζητούσε τις ποιοτικές παραμέτρους της ανάπτυξης. Το διεθνές δίκαιο πλέον αναγνώριζε το περιβάλλον (ανθρωπογενές και φυσικό) ως αξία απολύτως ισότιμη με την αξία της οικονομικής προόδου. Το 1987 με την έκθεση της επιτροπής Brundtland (World Commission of Environment and Development) εισάγεται για πρώτη φορά ο όρος sustainability (αειφορία κατά την πλέον αποδεκτή απόδοση στα ελληνικά). Στο κείμενο αυτό η αειφόρος ανάπτυξη οριζόταν ως «…η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των επόμενων γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες».(16) Στην ουσία του ορισμού αυτού ο καθηγητής του Ε.Μ.Π. Δ. Ρόκος εντοπίζει κενά τα οποία αναδεικνύει διερωτώμενος αν: «…η βιώσιμη ανάπτυξη θα αφορά όλους τους ανθρώπους σε κάθε χώρα και όλες τις ανάγκες τους; Ποιες είναι άραγε οι ανάγκες των ανθρώπων αυτών; Ποιοι παράγοντες ή φορείς τις καθορίζουν; Είναι ίδιες για κάθε πολιτισμό; Ποιες είναι οι ιεραρχήσεις ικανοποιήσεώς τους; Ποιος μπορεί να καθορίσει τις ανάγκες των επόμενων γενεών;»(17) Συμπληρώνει δε πως «…η έννοια της δυνατότητας αειφορίας όταν αναφέρεται στα μη ανανεώσιμα φυσικά διαθέσιμα (στο βαθμό που άδικα και αλόγιστα τα υπερκαταναλώνει αλλά δεν τα εξαντλεί), δεν μπορεί αντικειμενικά ούτε καν υποθετικά να διεκδικήσει με αξιώσεις στοιχείου θεμελίωσης μιας αξιόπιστης ολοκληρωμένης αναπτυξιακής διαδικασίας». Ο ίδιος αντιπροτείνει την έννοια της Αξιοβίωτης Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης εισάγοντας τον όρο Ολοκληρωμένη με τον οποίο θέλει να αναδείξει την αρμονική, ειρηνική με τη φύση και τον άνθρωπο συνεργατική σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης, τον πολιτισμό και τα αξιακά συστήματα, τα θεμελιακά δηλαδή συστατικά της πραγματικής ανάπτυξης. Μάλιστα αναγνωρίζει την πολιτισμική διάσταση της ανάπτυξης ως την ισχυρότερη των διαστάσεών της στο βαθμό που οι ανθρώπινοι πολιτισμοί είναι που διαμόρφωσαν πάντοτε την όποια ανάπτυξη. Τέλος, θεωρεί ότι θα πρέπει να είναι ολοκληρωμένη και πολυδιάστατη για να υπάρχει. Αλλιώς δεν υπάρχει.
Η βάση των απόψεων του Δ. Ρόκου, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, φαίνεται να αποτυπώνεται και στο ευρύτατα γνωστό κείμενο της Local Agenda 21 όπως αυτό προέκυψε μετά την Παγκόσμια Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στο Ρίο το 1992. Στο κείμενο αυτό η ανάπτυξη τίθεται σε ένα πλαίσιο αρχών που έχει να κάνει μεταξύ άλλων και με τους πολιτισμούς, το περιβάλλον τις κοινωνικές αναγκαιότητες (εξάλειψη αναλφαβητισμού και φτώχειας κλπ). Αναδείχθηκε έτσι η ανάγκη προσδιορισμού της ανάπτυξης ως μιας ισορροπίας σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, μεταξύ ανθρώπων και περιβάλλοντος, μεταξύ όλων των αναπτυξιακών παραγόντων. Στη διαδικασία αυτή ενσωματώνονται οι κάθε φορά κοινωνικές δυναμικές και μέσες κοινωνικές συνειδήσεις.
Σήμερα γίνεται όλο και περισσότερο κατανοητό από όλο και περισσότερους ανθρώπους ότι η ποσοτική αντίληψη για την ανάπτυξη έχει οδηγήσει σε αδιέξοδα τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε πλανητικό. Αδιέξοδα κοινωνικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα. Η περιβαλλοντική μάλιστα διάσταση της κρίσης αυτής θεωρήθηκε ως «η πεμπτουσία της κρίσης του καπιταλισμού» και πήρε προεκτάσεις ως κρίση πολιτισμού με την ευρύτερη σημασία του όρου που περιλαμβάνει το σύνολο των ιδεών και των αξιών που καθορίζουν τις κοινωνικές πρακτικές.
Απαιτείται πλέον να αναπτυχθεί έργω μια νέα αντίληψη περί ανάπτυξης τα χαρακτηριστικά της οποίας θα πηγάζουν από την κοινωνία που είναι και η μόνη επιφορτισμένη να τα κάνει πράξη. Μια κοινωνία που «…θα έδινε έμφαση στην ποιότητα αντί για την ποσότητα και θα αξιοποιούσε πολιτισμικές
_____________________
(16) W.C.E.D., 1987
(17) Ρόκος Δ., 1998
και άλλες ιδιαιτερότητές της με την ενεργοποίηση των πολιτών οι οποίοι θα πρέπει να συμμετέχουν και να ελέγχουν την αναπτυξιακή διαδικασία».(18) Με άλλα λόγια, πέραν της ανάδειξης της ποιότητας ως πρωτεύουσας ιδιότητας της ανάπτυξης θα πρέπει και τα οικονομικά ζητήματα να επανέλθουν υπό τον κοινωνικό έλεγχο. Αυτή παράμετρος της ανάπτυξης προϋποθέτει ενεργό συμμετοχή των πολιτών.
2.2.1α ΜΙΚΡΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η Παγκόσμια Διάσκεψη για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, Γιοχάνεσμπουργκ (26/8-04/9 2002) είναι η κατάληξη μιας σειράς διασκέψεων οι οποίες με αρχή τη Διάσκεψη της Στοκχόλμης για το Περιβάλλον το 1972 και τη Διάσκεψη για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, στο Ρίο της Βραζιλίας το 1992, εισήγαγαν την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης υποδηλώνει ότι η μακροχρόνια αποτελεσματική ανάπτυξη τόσο για τις αναπτυγμένες χώρες όσο και για τις αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να βασίζεται σε τρεις διακριτούς πυλώνες: την προστασία του περιβάλλοντος, την οικονομική ανάπτυξη, και την κοινωνική συνοχή, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η Διάσκεψη της Στοκχόλμης υπογράμμισε την σημασία του περιβάλλοντος, η Διάσκεψη του Ρίο συνέδεσε την προστασία του περιβάλλοντος με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη ενώ οι μεγάλες διασκέψεις των Ηνωμένων Εθνών (Major UN Conferences) που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ενσωμάτωσαν την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης στις δικές τους στρατηγικές και πολιτικές.
2.2.2 ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών που προαναφέρθηκε έχει άμεση σχέση με την τοπική ανάπτυξη. Ο όρος αυτός δεν αναφέρεται μόνον στα χωρικά όρια. Περιλαμβάνει και το σύνολο των δράσεων που γίνονται ή που υποστηρίζονται ενεργά από τον πληθυσμό της συγκεκριμένης περιοχής. Η τοπική ανάπτυξη είναι μια μορφή περιφερειακής ανάπτυξης στην οποία οι τοπικοί παράγοντες (φυσικά και νομικά πρόσωπα) αποτελούν τους βασικούς αναπτυξιακούς μοχλούς.(19) Είναι μια διαδικασία που οδηγεί ή τουλάχιστον σκοπεύει στη βελτίωση των συνθηκών ζωής μιας τοπικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Στη διαδικασία αυτή διακρίνονται τρεις διαστάσεις: Η οικονομική (όπου οι τοπικοί παράγοντες καλούνται να οργανωθούν σε ικανοποιητικό επίπεδο ώστε να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό), η κοινωνική - πολιτισμική (όπου οι αξίες αποτελούν το θεμελιώδες υπόβαθρο της ανάπτυξης) και η πολιτική – διοικητική (όπου οι διοικητικές δομές καλούνται να δράσουν υποστηρικτικά ώστε να βοηθήσουν στην ανάδειξη της τοπικής δυναμικής).(20)
____________________________________
(18) Chondorkoff D., σ.117-125
(19) Goffey J.W.-Polese M., 1985
Η τοπική ανάπτυξη υλοποιεί την αντίθετη από την «από πάνω προς τα κάτω» κατευθυνόμενη ανάπτυξη η οποία αφήνει ανεκμετάλλευτο το τοπικό δυναμικό μια που το σύνολο σχεδόν των πολιτικών που διαπνέονται από αυτήν έχουν μακροοικονομικό χαρακτήρα υποβαθμίζοντας την τοπικότητα. Με άλλα λόγια ασκούνται τομεακές ή κλαδικές πολιτικές με βάση το αντικείμενό τους ενώ θα χρειαζόταν μια προσέγγιση προσαρμοσμένη στα δυνατά και αδύνατα σημεία και ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου. Επίσης αυτή η προσέγγιση, σε μεγάλο βαθμό, και με δεδομένη την υποβάθμιση του τοπικού πολιτισμικού υποστρώματος, φαίνεται να προσανατολίζεται κυρίως στον οικονομικό τομέα γεγονός που την φέρνει σε πλήρη αντίθεση με τον ορισμό αλλά και την ουσία της τοπικής ανάπτυξης.
2.2.3 ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Τίθεται το ζήτημα της διευκρίνησης του βαθμού της εμπλοκής του πολιτισμού στην τοπική αναπτυξιακή διαδικασία. Ο βαθμός αυτός καθορίζεται από δύο παράγοντες: α) την ύπαρξη πολιτισμικού αποθέματος και β) τη διάθεση των τοπικών φορέων για την αναπτυξιακή αξιοποίησή του.
Η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία κατέχουν το 30% της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς σύμφωνα με το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού («ΥΠ.ΠΟ «Πολιτισμός και Απασχόληση 2000»). Ο πολιτισμός για τον ελλαδικό χώρο αποτελεί το κατ’ εξοχήν επικοινωνιακό μέσο για τη διεθνή προβολή της χώρας. Ο πολιτισμός σε όλες του τις διαστάσεις. Δεν είναι μόνον η αρχαία μας κληρονομιά, οι παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής ή τα δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Είναι και η ελληνική φαντασιακή ταυτότητα που απέκτησε την καλλιτεχνική και εικαστική της διάσταση με την κινηματογραφική ταινία με τίτλο «Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Είναι η ανάδειξη της κρητικής διατροφής ως της υγιεινότερης όλων, ακόμη και ο τρόπος διασκέδασης ή οι τρόποι μουσικής έκφρασης. Αυτός ακριβώς ο ολιστικός πολιτισμός που περιλαμβάνει τα πεδία των επιστημών των τεχνών, της ηθικής και των σχετικών θεσμών όπως πάντα αυτά συσχετίζονται και αλληλεπιδρούν με τις αξίες και τον τρόπο και τις σχέσεις παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης των υλικών αγαθών, χαρακτηρίζει σε κάθε περίοδο το επίπεδο ανάπτυξης μιας κοινωνίας.(21) Με άλλα λόγια είναι φανερό πως ο πολιτισμός είναι από τους κύριους συντελεστές παραγωγής και προηγείται της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Προς επίρρωση, ποιος ποτέ θα αρνιόταν την καθοριστική συμμετοχή της ιαπωνικής παράδοσης στην επίτευξη του «ιαπωνικού θαύματος»;
Πως υλοποιείται όμως αυτή η ανάπτυξη που βασίζεται στον πολιτισμό; Δύο φαίνεται να είναι οι άξονες δράσης. Αρχικά η επίτευξη της αυτοσυνειδησίας των μελών της κοινότητας σχετικά με την πολιτισμική τους ταυτότητα και όπου είναι δυνατή η εμπέδωση συναισθήματος υπερηφάνειας για τους φέροντες. Σε δεύτερη φάση αλλά όχι λιγότερο ουσιαστική είναι η συμμετοχή των φορέων ιδιωτικών και
_________________________________
(20) Barquero Vasquez A., 1991
(21) Ρόκος Δ., 2000, σ. 121-136
μη στη διαμόρφωση ειδικής πολιτικής που θα λαμβάνει υπόψη της τις ανάγκες, τις αξίες και τις πεποιθήσεις των μελών της κοινότητας. Έτσι θα θεσμοθετηθεί το ζητούμενο που δεν είναι άλλο από την πολιτισμική πολιτική. Αναφερόμαστε σε μια συστηματική προσέγγιση του αιτήματος της ανάπτυξης (της Ολοκληρωμένης και Αειφόρου Ανάπτυξης) στην οποίαν εμπλέκονται όλοι οι τοπικοί φορείς, με συγκροτημένο κοινό σκοπό και αξίες. Οι σκοποί της πολιτισμικής πολιτικής δεν θα πρέπει να είναι γενικόλογοι και αφοριστικοί αλλά συγκεκριμένοι και σε πλήρη ανάπτυξη. Ει δυνατόν θα πρέπει να εκφράζονται ποσοτικά. Με την άσκηση μιας επιτυχημένης πολιτισμικής πολιτικής θα αναπτυχθεί και θα προβληθεί η πολιτισμική ταυτότητα της τοπικής κοινωνίας με όλα τα συνακόλουθα αποτελέσματα.
Βέβαια θα πρέπει να γίνει επίσης αποδεκτό από όλους πως η ανάπτυξη δεν είναι μονοδιάστατη και θα πρέπει να προστατεύει τη φυσιογνωμία της περιοχής μια που εν τέλει όλο και περισσότερο πλέον αξιολογείται το «καλύτερο» και όχι το «περισσότερο». Και το καλύτερο σίγουρα έχει να κάνει με την πολύτιμη κληρονομιά της οποίας η κάθε κοινότητα είναι φορέας. Δεν είναι τυχαίο ότι το διεθνές θεσμικό πλαίσιο αναγνωρίζει ότι η διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των λαών μόνο στα στοιχεία της ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς μπορεί να στηριχθεί. Για παράδειγμα στη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) ορίζεται ως στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διαφύλαξη και η προστασία της γλωσσικής ποικιλίας και η παροχή βοήθειας ώστε να καταστούν εύκολα προσπελάσιμες από όποιον το επιθυμεί. Και αν προκύπτει το ερώτημα: «Γιατί να διατηρηθεί η εθνική ταυτότητα των λαών;», μπορεί να απαντηθεί αναφέροντας ότι η διατήρηση του πλούτου των εθνικών ταυτοτήτων είναι αυτή που μπορεί να αντιπαρατεθεί με τον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό του οποίου τις παράπλευρες απώλειες βιώνει σήμερα η ανθρωπότητα στο σύνολό της.
2.2.4 ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Στην προηγούμενη ενότητα αναφερθήκαμε στα αναπτυξιακά πλεονεκτήματα που θα προκύψουν από την εφαρμογή μιας αξιόπιστης πολιτισμικής πολιτικής. Στόχος ήταν να προβληθεί το πολιτισμικό απόθεμα του τόπου. Η προβολή αυτή αποκτά νόημα όταν έχει ως αποτέλεσμα την προσέλκυση επισκεπτών και πάντα με τον όρο ότι δεν υποβαθμίζονται οι υπόλοιπες θεμελιακές συνιστώσες των τοπικών κοινωνιών. Άρα η τουριστική ανάπτυξη είναι ένα σημαντικό μέρος της τοπικής ανάπτυξης και με αυτήν θα ασχοληθούμε παρακάτω.
Μέχρι στιγμής βιώνουμε, στη Δωδεκάνησο, την τουριστική ανάπτυξη που χαρακτηρίζεται ως ανάπτυξη μαζικού τουρισμού, εστιασμένη στα νησιά της πρώτης ταχύτητας (Ρόδος, Κως) και πάλι όχι σε όλη τους την έκταση. Για τη Ρόδο αναφερόμαστε στο βόρειο αναπτυγμένο τρίγωνο που περιλαμβάνει την Ιαλυσό, τη Ρόδο και το Φαληράκι και κατά την τελευταία δεκαπενταετία ένα τμήμα της νότιας Ρόδου και τα Κολύμπια. Στην Κω η μαζική τουριστική κίνηση εστιάζεται στην πόλη της Κω και στην Καρδάμαινα.
Πολλοί συνηθίζουν να κατηγορούν το αναπτυξιακό μοντέλο που ακολούθησαν οι πιο πάνω περιοχές καθιστώντας το υπεύθυνο για την υποβάθμιση του αστικού και
φυσικού περιβάλλοντος, των πόρων (μια που κανείς δεν σεβάστηκε τα όρια που έθετε η φέρουσα ικανότητα του τόπου) αλλά και για τα αδιέξοδα που προέκυψαν τουλάχιστον κατά την τελευταία πενταετία. Οι κατηγορίες αυτές έχουν ισχυρότατη βάση και επαληθεύονται καθημερινά. Ωστόσο σκόπιμο είναι, στο πλαίσιο μιας αντικειμενικής προσέγγισης, να αναφερθεί κάποιος και στα οφέλη που προέκυψαν από την ανάπτυξη αυτή. Ο πλούτος που εισέρευσε στη Δωδεκάνησο κατά το διάστημα της τουριστικής ανάπτυξής της είναι σημαντικότατος χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συνετέλεσε στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι μια ορθολογικότερη διαχείριση των κεφαλαίων αυτών θα μπορούσε να συντελέσει ώστε και οι φυσικοί πόροι να διαφυλαχθούν αλλά και να δημιουργηθούν και να ευημερήσουν αναπτυξιακές υποδομές, κληρονομιά για τις γενιές που έρχονται. Οι παραδειγματικές περιπτώσεις όμως της τύχης της μελέτης του υδρογεωλόγου Moutin ή της Δωδεκανησιακής Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας, μόνο απογοήτευση προκαλούν.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο μειονεκτικότητας της πολιτικής αυτής που ασκήθηκε και η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, συνετέλεσε στην πλήρη αποβιομηχάνιση τουλάχιστον των μεγάλων νησιών (Ρόδου και Κω), είναι και το ότι δημιούργησε νησιά διαφορετικών ταχυτήτων ανάπτυξης, εντός του Νομού. Το γεγονός αυτό λειτούργησε ανασταλτικά για την ανάπτυξη των μικρότερων νησιών διότι η Δωδεκάνησος στο σύνολό της εμφανιζόταν οικονομικά ισχυρή και κανένας δεν φαινόταν να μπαίνει στον κόπο να αναδείξει τις χαώδεις διαφορές, τουλάχιστον σε επίπεδο υποδομών, ανάμεσα π.χ. στους Λειψούς και στη Ρόδο.
Παραμένει όμως το ουσιαστικό όφελος από όλη αυτή τη διαδικασία, αυτό της αποκομιδής εμπειρίας στο θέμα της τουριστικής ανάπτυξης. Μετά από δεκαετίες τουριστικά προσανατολισμένης οικονομικής ζωής πρέπει να έχουμε σχηματίσει άποψη για το είδος της τουριστικής ανάπτυξης που θέλουμε.
Με βάση όσα προαναφέρθηκαν και για να μπορέσει η τοπική κοινωνία να υπερβεί τα αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει είναι προφανές ότι θα πρέπει η τουριστική πολιτική να αναπροσανατολιστεί στηρίζοντας άλλες μορφές τουρισμού που συνηθίζεται να αποκαλούνται ήπιες ή εναλλακτικές. Κίνητρο θα πρέπει να είναι η διαπίστωση ότι τα τυποποιημένα και μαζικά τουριστικά πακέτα ανταποκρίνονται όλο και λιγότερο πλέον στις ανάγκες του σημερινού τουρίστα. Εξ’ άλλου ο, τι προσφέρεται σε αυτής της μορφής τις τουριστικές υπηρεσίες μπορεί ο υποψήφιος καταναλωτής τους να το βρει πολύ φθηνότερα σε κοντινούς από εμάς προορισμούς. Το συγκριτικό πλεονέκτημα που κάποτε διέθετε η Ελλάδα (αυτό της συναλλαγματικής διαφοράς) πλέον δεν υφίσταται. Προφανής λοιπόν η ανάγκη ποιοτικής διαφοροποίησής από τον ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο αυτής της ποιοτικής διαφοροποίησης προβάλλει η ιδέα του αειφόρου, ήπιου, εναλλακτικού τουρισμού. Ένας τέτοιος τουρισμός δεν μπορεί παρά να είναι προσανατολισμένος προς την αξιοποίηση του πλούσιου πολιτισμικού αποθέματος του τόπου. Θα πρέπει να δοθεί έμφαση στα στοιχεία εκείνα που αναδεικνύουν την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα της Δωδεκανήσου. Τέτοια στοιχεία είναι ο παραδοσιακός βίος, ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός πλούτος, τα παραδοσιακά επαγγέλματα και οι επαγγελματικές οργανώσεις, τα μνημεία του αρχαίου πολιτισμού και τα σημερινά επιβιώματά τους, η γλώσσα και οι τοπικές ιδιόλεκτοι, τα ιστορικά μνημεία, η αγροτική ζωή, η τοπική κουζίνα αλλά και η
σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Όλα αυτά συνιστούν την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα της Δωδεκανήσου ικανής να αποτελέσει τον πόλο έλξης επισκεπτών που θα ήθελαν να τη γνωρίσουν από κοντά και να την βιώσουν.
2.2.5 Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ
Πιο πάνω έγινε αναφορά στο ρόλο της φύσης στην ελληνική παράδοση. Δείχθηκε πως το περιβάλλον και ο παραδοσιακός άνθρωπος μπόρεσαν να συνεργαστούν αρμονικά έτσι ώστε και ο άνθρωπος να εξασφαλίσει την επιβίωσή του και το περιβάλλον την προστασία του. Θέλοντας λοιπόν να αναδείξουμε την πολιτισμική μας ταυτότητα ως κύριο μοχλό τουριστικής ανάπτυξης θα πρέπει να ανατρέξουμε στην παράδοσή μας και να αντλήσουμε συμπεριφορικά πρότυπα που αποδεδειγμένα συνετέλεσαν στην αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος και την ουσιαστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Δεν έχουν πλέον θέση σε μια ποιοτική αναπτυξιακή πορεία συμπεριφορές που θέτουν σε δεύτερη μοίρα τις περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις μια που αυτό θα σήμαινε υποβάθμιση του ίδιου του προς πώληση αντικειμένου: του τοπικού πολιτισμού ή καλύτερα των εκφράσεών του και του χώρου του. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ανακοίνωσή της του 1987 με θέμα το κοινοτικό πλαίσιο δράσης για τον τουρισμό αναφέρει (Σημείο 25): «Πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα η διατήρηση του Περιβάλλοντος. Πρέπει να αποκτήσουμε μεγαλύτερη επίγνωση του γεγονότος ότι οι παραλίες, οι ορεινές τοποθεσίες, η άγρια φύση, η ύπαιθρος, οι ιστορικές πόλεις, τα μνημεία και τα αξιοθέατα αποτελούν αυτούς καθαυτούς τους πόρους από τους οποίους εξαρτάται ο τουρισμός. Η ανυπαρξία σχεδιασμού, σε συνδυασμό με την σταθερή πίεση του μαζικού τουρισμού έχουν ήδη επιφέρει σημαντική υποβάθμιση του περιβάλλοντος που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το μέλλον του ευρωπαϊκού τουρισμού. Η Ευρώπη είναι πλούσια σε φυσικές καλλονές και πολιτιστικά γεγονότα που με μια ορθή εμπορική εκμετάλλευση θα μπορούν να ανακουφίσουν τις ήδη κορεσμένες τουριστικές ζώνες, εξασφαλίζοντας την αρμονική ανάπτυξη τόσο από οικονομικής όσο και περιβαλλοντικής πλευράς».(22) Να επισημανθεί ότι η ανάπτυξη δεν αντιστρατεύεται την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό ακριβώς επισημαίνεται έμμεσα στο παραπάνω χωρίο με τον επιθετικό προσδιορισμό «ορθή» αναφορικά με την εκμετάλλευσης των πόρων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με άλλο επίσημο κείμενό της μάλιστα («Συνοπτική παρουσίαση για το 6ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον 2001-2010») φτάνει στην εξής διατύπωση: «Η προστασία του πλανήτη δημιουργεί τόσο προκλήσεις όσο και ευκαιρίες. Μέσω μεγαλύτερης αποδοτικότητας και καλύτερης χρήσης των φυσικών πόρων μπορούμε να σπάσουμε
__________________________________
(22) Κείμενο της ανακοίνωσης της Ο.Κ.Ε., 1986
τον παλιό δεσμό μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής βλάβης. Πρέπει να αρπάζουμε τις ευκαιρίες για καινοτομία οι οποίες μπορούν να βελτιώνουν το περιβάλλον και την οικονομία».(23)
2.2.6 ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΑ
Ο αγροτικός βίος είναι βασική συνιστώσα της παραδοσιακής πολιτισμικής ταυτότητας της Δωδεκανήσου όπως και κάθε άλλης παραδοσιακής κοινότητας. Ο πρωτογενής τομέας της παραγωγής αποτελούσε τον βασικό πυλώνα της οικονομικής ζωής της παραδοσιακής κοινότητας. Οι υπόλοιποι τομείς ήταν συμπληρωματικοί και άμεσα συνδεδεμένοι με αυτόν. Με δεδομένη την ανεπάρκεια των πόρων (με εξαίρεση τη Ρόδο και την Κω) ο πρωτογενής χαρακτηριζόταν από το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, τη δυσκολία πρόσβασης προς τα εμπορικά κέντρα (με εξαίρεση τους σφουγγαράδες της Καλύμνου και της Σύμης). Επιπλέον η μονοδιάστατη οικονομική ανάπτυξη μεταπολεμικά αλλά και η αστυφιλία οδήγησαν πολλούς από τους αυταπασχολούμενους άμεσα στον πρωτογενή τομέα στη μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική) ή στην απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών (τουρισμό). Έτσι η γεωργία και η κτηνοτροφία ιδιαίτερα στα μικρότερα νησιά υπέστησαν πλήγμα. Από την κατάσταση αυτή δεν ξέφυγαν και οι αλιείς που με την πάροδο των χρόνων έβλεπαν τα αλιευτικά αποθέματα να λιγοστεύουν (χωρίς να είναι οι ίδιοι άμοιροι ευθυνών). Η κατάσταση αυτή είχε κοινωνικές προεκτάσεις μια που άλλαξε δραματικά ο παραγωγικός χάρτης του τόπου σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, διαμορφώνοντας και αντίστοιχες αλλαγές στην πολιτισμική ταυτότητά του, με τα όποια επακόλουθα. Σήμερα αντιμετωπίζοντας τα αδιέξοδα της μονοκαλλιέργειας του μαζικού τουρισμού, μπορούμε ψυχραιμότερα να αποτιμήσουμε το ρόλο του πρωτογενούς τομέα τόσο αναπτυξιακά όσο και κοινωνικά / πολιτισμικά και να επαναπροσδιορίσουμε τις δυνατότητές του. Αυτές μπορούν να αναζητηθούν στην επιστροφή μέρους του ανθρώπινου δυναμικού που διαφοροποιήθηκε επαγγελματικά, την προσέλκυση νέων αγροτών, την ποιοτική αναβάθμιση των παραγόμενων προϊόντων, την συστηματική προσέγγιση επιχειρηματικών θεμάτων (προβολή, marketing, πωλήσεις, δίκτυα διανομής) και τέλος την ενίσχυση των εισοδημάτων των ενασχολούμενων στον τομέα.
2.2.7 ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
Η ενίσχυση αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα από διαδικασίες που επιδιώκουν την ύπαρξη παράλληλων δραστηριοτήτων που κυρίως έχουν να κάνουν με τη μορφή τουρισμού που καλείται αγροτουρισμός. Μάλιστα είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι για τον πρωτογενή τομέα και τους απασχολούμενους σε αυτόν η ανάδειξη του αγροτουρισμού ως κύριου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης αποτελεί μονόδρομο μια που οι φορείς του μαζικού τουρισμού σπάνια αξιοποιούν τα τοπικά προϊόντα για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
________________________________
(23) Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων της Ευρωπαίκής Ένωσης
Η προτεινόμενη ενασχόληση με τον αγροτουρισμό δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει νέους επαγγελματίες στον τομέα των υπηρεσιών παρά να δώσει τη δυνατότητα στους αγρότες, και ιδιαίτερα στους νέους από αυτούς, για συμπληρωματική απασχόληση μια που από τη φύση της η αγροτική ζωή χαρακτηρίζεται από έντονη εποχικότητα με μεγάλα διαστήματα απραξίας.
Ο αγροτουρισμός είναι μια επιχειρηματική δραστηριότητα που αφορά μικρές κυρίως επιχειρήσεις και έχει ως κέντρο από όλες τις απόψεις τον άνθρωπο. Επενδύει στο συναίσθημα, εξωτερικεύει αρχές, μοιράζεται εμπειρίες με τον επισκέπτη-πελάτη της. Σε αυτό συντελεί ο χαρακτήρας της αγροτουριστικής επιχείρησης που είναι συνήθως οικογενειακής ή συνεταιριστικής μορφής.
Ο αγροτικός βίος διαμόρφωσε το αγροτικό τοπίο φυσικό και δομημένο στην παραδοσιακή κοινότητα. Στην αγροτική ζωή οφείλεται μια πλούσια πολιτισμική κληρονομιά που έχει να κάνει με την αρχιτεκτονική, τα εργαλεία, τα εργαστήρια, τη γαστρονομία, τις σχέσεις του παραδοσιακού ανθρώπου με το ανθρωπογενές και δομημένο περιβάλλον του. Αυτά δηλαδή που καθορίζουν τη ξεχωριστή, δωδεκανησιακή, ελληνική, πολιτισμική ταυτότητα. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι αυτή ακριβώς η πολιτισμική ταυτότητα μπορεί να αποτελέσει έναν ισχυρό πόλο έλξης για επισκέπτες και ότι η καταλληλότερη υποδομή για να τους υποδεχθεί και να τους φιλοξενήσει είναι η μικρή αγροτουριστική μονάδα. Αρκεί να βρει το δικό της ξεχωριστό δρόμο προς την επίτευξη του υψηλότερου δυνατού στόχου ποιότητας και να μην πέσει στην παγίδα της μίμησης του μαζικού τουρισμού προκειμένου να ξεπεράσει τις όποιες δυσκολίες παρουσιαστούν. Ας εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο τρόπο την ευνοϊκή συγκυρία της διαφοροποίησης της τουριστικής ζήτησης που εκφράζεται με την αναζήτηση περισσότερων και διαφορετικών ειδών απασχόλησης κατά την περίοδο των διακοπών. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ο προβληματισμός για τον προσδιορισμό του βαθύτερου κινήτρου τουριστικής μετακίνησης. Σε όλα τα συστήματα η ενέργεια ή η κίνηση παράγεται όπου υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε δύο πόλους. Έτσι και στον τουρισμό φαίνεται ότι το βασικό κίνητρο για την μετακίνηση είναι η γνωριμία με άλλους πολιτισμούς, διαφορετικούς από αυτούς που βιώνονται στην καθημερινότητα. Είναι η διάθεση της οικειοποίησης, έστω περιστασιακά μιας διαφορετικής ταυτότητας από την οικεία. Πόσο μάλλον όταν η ταυτότητα αυτή φαντάζει τόσο ελκυστική όσο η ελληνική παραδοσιακή κοινοτική ταυτότητα. Η προσπάθεια λοιπόν θα πρέπει να εστιαστεί α) στη διασφάλιση της ποιότητας, τόσο των υπηρεσιών όσο και του χώρου δραστηριοποίησης και β) στην συνεχή και επαρκή προβολή των ελκυστικών ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής ταυτότητας. Η πρώτη παράμετρος είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη δεύτερη της οποίας αποτελεί προϋπόθεση: «Ο καταναλωτής του αγροτικού τουρισμού ελκύεται από την ποικιλία των αγροτικών και γεωργικών τοπίων, την πανίδα και τη χλωρίδα. Η διατήρησή τους αποτελεί μια προϋπόθεση τουριστικού θελγήτρου των αγροτικών περιοχών».(24)
2.2.8 ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗΣ
Και ο χώρος της μεταποίησης αποτελεί μέρος της πολιτισμικής ταυτότητας μιας κοινότητας και μάλιστα είναι ο τομέας αυτός που ενθυλακώνει την καινοτομία και την καλλιτεχνική έκφραση.
Ειδικότερα στα μικρότερα νησιά του συμπλέγματος η μεταποίηση θα μπορούσε να αποτελέσει δυναμικό πόλο ανάπτυξης. Αυτό διότι θα μπορούσε να τροφοδοτείται από τον πρωτογενή και να τον ανατροφοδοτεί με επεξεργασμένα προϊόντα (όπως τυριά, μέλι κλπ) τουλάχιστον στο αγροτουριστικό του κομμάτι.
Η μεταποίηση είναι αυτή που μπορεί μέσω της χειροτεχνίας να αξιοποιήσει δημιουργικά και επιχειρηματικά την πολιτισμική παράδοση. Ξυλογλυπτικά εργαστήρια, παραδοσιακά ναυπηγεία, κοσμηματοποιία, εργαστήρια κεραμικής, υφαντικής κλπ. Βέβαια και εδώ προτεραιότητα για τις όποιες δράσεις έχει η προστασία του περιβάλλοντος και η εμμονή στη διασφάλιση της ποιότητας. Δεν θα πρέπει να παραληφθεί και η δυνατότητα της μεταποίησης να προσελκύσει ειδική κατηγορία επισκεπτών που θα ήθελαν κατά τον χρόνο των διακοπών τους να γνωρίσουν δημιουργικά μία «τέχνη» να συμμετέχουν δηλαδή στην εμπράγματη αποτύπωση στοιχείων της πολιτισμικής ταυτότητας του μέρους που τους φιλοξενεί.
Η προβολή των παραγόμενων προϊόντων θα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη του στόχου που δεν είναι άλλος από την βιωσιμότητα των μονάδων που θα δημιουργηθούν. Η προβολή αυτή θα πρέπει να σχεδιαστεί από ειδικούς και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε συμμετοχή σε αντίστοιχες εκθέσεις, εθνικές ή διεθνείς.
_____________________________
(24) Αγοραστάκης Γ., 1996
3.2 ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΦΥΣΙΚΑ Η ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
3.2.1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Θα πρέπει εξ αρχής να συμφωνηθεί ότι ο κύριος φορέας ανάπτυξης είναι ο ιδιωτικός τομέας. Η Εγκύκλιος για την κατάρτιση του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης 2007-2013 (Αθήνα 04.06.2004, Αρ. Πρ. 23681/ΕΥΣΑΠΠ 882) αναφέρει μεταξύ άλλων ότι: «…το σχέδιο αυτό θα προκύψει μέσα από έναν γόνιμο διάλογο με τους πολίτες» και «…θα στοχεύει στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταπόκρισης των επιχειρήσεων στις ευκαιρίες και τις εξελίξεις του διεθνούς ανταγωνισμού». Είναι προφανής η έμφαση που δίδεται στον ιδιωτικό τομέα ως καθοριστικού αναπτυξιακού φορέα τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού όσο και σε επίπεδο υλοποίησης. Όταν αναφερόμαστε στο ιδιωτικό τομέα δεν εξαιρούμε και την κατ΄ εξοχήν παραδοσιακή μορφή επιχειρηματικής δράσης, αυτήν του συνεταιρισμού. Πιστεύεται ότι αυτού του είδους η επιχειρηματική οργάνωση μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά για τα οφέλη που θα προκύψουν από την ανάπτυξη.
Σε άλλη ενότητα παρατίθενται εργαλεία τα οποία αν αξιοποιηθούν ορθολογιστικά μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμους βοηθούς στο σχεδιασμό και την επίτευξη των στόχων της επιχείρησης.
3.2.2 ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Είναι σαφές ότι αναφερόμαστε στον τομέα του τουρισμού. Ενός τουρισμού που, όπως προαναφέρθηκε, οφείλει να διαφοροποιηθεί ποιοτικά από το μοντέλο του μαζικού.
Η πρόταση αναφέρεται στη δημιουργία ή επαναδραστηριοποίηση αγροτουριστικών μονάδων, ειδικότερα στα μικρά νησιά και ει δυνατόν με συγκεκριμένη «κεντρική ιδέα». Δηλαδή ένα συγκεκριμένο αντικείμενο αγροτικής ενασχόλησης. Απαραίτητη είναι η ύπαρξη υποδομών όχι πολυτελούς χαρακτήρα αλλά ποιοτικού στο βαθμό που αποδεχόμαστε ότι το παραδοσιακό οικιακό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από ποιότητα. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται επάρκεια των σύγχρονων επικοινωνιακών μέσων (Internet, τηλέφωνο, fax κλπ) αλλά με τη δέουσα διακριτικότητα.
Να λαμβάνεται διαρκώς υπόψη ότι ο επισκέπτης/πελάτης της αγροτουριστικής μονάδας είναι φορτισμένος συναισθηματικά και η αντίληψή του για τον τουρισμό έχει ως κύρια παράμετρο την ανθρώπινη επικοινωνία. Αυτός ο επισκέπτης έρχεται για να βιώσει την ελληνική ταυτότητα και αυτή του η ανάγκη μπορεί να ικανοποιηθεί αποκλειστικά μέσω της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Η αγροτουριστική μονάδα πρέπει οπωσδήποτε να εξασφαλίζει τη συμμετοχή των επισκεπτών όχι μόνο στον τομέα της παραγωγής αλλά και σε όλες τις εκδηλώσεις
της κοινοτικής και οικογενειακής ζωής.
Ένας άλλος σημαντικότατος κλάδος στον τομέα των υπηρεσιών είναι αυτός του εμπορίου. Και εδώ οι ιδιώτες έχουν τον πρώτο λόγο για τη δημιουργία είτε αυτόνομων επιχειρήσεων ή στο πλαίσιο καθετοποίησης της αγροτικής μονάδας. Οι εμπορικές επιχειρήσεις μπορούν να αποτελέσουν αναπόσπαστο στοιχείο της αγροτικής επιχείρησης ως μέσου διάθεσης των παραγόμενων προϊόντων.
Όχι λιγότερο σημαντικός είναι και ο επαγγελματικός τομέας των υπηρεσιών εστίασης ο οποίος μόνο να κερδίσει έχει από την άμεση διασύνδεσή του με την τοπική αγροτική παραγωγή και την αξιοποίηση της γαστριμαργικής παράδοσης του τόπου.
Όλες οι παραπάνω προτάσεις εντάσσονται σε ένα χωρικό πλαίσιο που σέβεται και αξιοποιεί δημιουργικά την τοπική πολιτισμική παράδοση, για να είναι αποτελεσματικές.
3.2.3 ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ
Η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό έχει να κάνει με την παραδοσιακή χειροτεχνία. Και εδώ ο ρόλος των συνεταιρισμών (αναβίωση των ισναφιών;) μπορεί να είναι ουσιώδης.
Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην παραγωγή ειδών που θα ελαχιστοποιούν την επιβάρυνση των μεταφορικών προς τα εμπορικά κέντρα, μια που οι μικρής κλίμακας τοπικές οικονομίες είναι βέβαιον ότι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών. Ως τέτοιου είδους δράσεις προτείνονται η αργυροχρυσοχοΐα, μικροχειροτεχνία κλπ. Το κόστος των πρώτων υλών μπορεί να μειωθεί αφενός με μαζικές/ομαδικές παραγγελίες και αφετέρου με την αξιοποίηση παραδοσιακών τοπικών πρώτων υλών.
Προσωπικές επιχειρήσεις τεχνιτών που αναβιώνουν παραδοσιακές τεχνικές μπορούν να ευδοκιμήσουν. Για παράδειγμα αυξάνεται συνεχώς η επιθυμία για την κατασκευή παραδοσιακών λιθόκτιστων φραχτών και κατοικιών. Ένας σύγχρονος πελεκάνος (σκαλιστής πέτρας) ή ένας τεχνίτης χοχλακιού (βοτσαλωτού δαπέδου) είναι βέβαιο ότι δεν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα επαγγελματικής απασχόλησης.
Η τυποποίηση παραδοσιακών τοπικών προϊόντων θα μπορούσε να προσφέρει συμπληρωματική ή μη απασχόληση σε πολλούς κατοίκους των μικρότερων νησιών. Η προσέγγιση βέβαια για την υλοποίηση μιας τέτοιας επιχειρηματικής ιδέας θα πρέπει να συνοδεύεται και από την ανάλογη τεκμηρίωση -από ειδικούς- ώστε να εντοπιστούν τα προϊόντα εκείνα που έχουν τη μεγαλύτερη εμπορική αξία, να διασφαλιστούν τα δίκτυα διανομής και διάθεσης, να αξιοποιείται το τοπικό παραγωγικό δυναμικό κλπ.
Σημαντικός είναι ο ρόλος της μεταποιητικής παράδοσης ενός τόπου. Δηλαδή στους Λειψούς και στο Καστελόριζο δεν θα πρέπει να αγνοηθεί η ταπητουργική παράδοση, στη Σύμη και την Κάλυμνο η ναυπηγική κλπ.
Ειδικά για τις δύο παραπάνω κατηγορίες προτείνεται ο συνεταιρισμός τουλάχιστον σε επίπεδο προβολής και χρήσης κοινών δικτύων διάθεσης των προϊόντων τους αλλά και στις προμήθειες των πρώτων υλών.
Στον τομέα της προβολής κρίνεται απαραίτητη η συμμετοχή σε αντίστοιχες θεματικά εκθέσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο (ταπητουργία στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ναυπηγοξυλουργική στο Ναυτικό Σαλόνι της Γένοβας, Ιταλία κλπ).
3.2.4 ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ
Για τον πρωτογενή τομέα προτείνεται η επέκταση των δραστηριοτήτων του, παράλληλα και συμπληρωματικά, στις υπηρεσίες (εστίαση, φιλοξενία) αλλά και η προσπάθεια για ποιοτική βελτίωση των προϊόντων του. Είναι σαφές σε όλους πως η ποιοτική αναβάθμιση των αγροτικών προϊόντων σήμερα είναι άμεσα συνυφασμένη με την βιολογικότητά τους και προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να στραφούν οι σύγχρονοι αγρότες.
Ειδικά για τους κτηνοτρόφους επισημαίνεται ότι θα πρέπει να επανέλθουν στο καθεστώς της ελεγχόμενης και εσταυλισμένης κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης διότι η πρακτική της ανεξέλεγκτης βόσκησης, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, επέφερε και επιφέρει πολύ μεγάλες καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον.
Και για τον πρωτογενή προτείνεται μια τουλάχιστον άτυπη μορφή συνεταιρισμού στη βάση της κοινής εκμετάλλευσης της υπέρβασης δηλαδή του εμποδίου του μικρού μεγέθους των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Η προβολή της ποιοτικής υπεροχής των προϊόντων βιολογικής καλλιέργειας είναι εκ των ουκ άνευ προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των αγροτικών επιχειρήσεων που την εφαρμόζουν. Προτείνεται η συμμετοχή σε σχετικά δίκτυα προβολής και διάθεσης.
3.2.5 ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ
Πολλοί είναι οι παράγοντες που οδήγησαν το συνεταιριστικό κίνημα σε μαρασμό. Ως κυριότερο εντοπίζεται, από τον γράφοντα, η εμπλοκή των αγροτών μελών στα διοικητικά/οργανωτικά/αποφασιστικά όργανα τους. Οι τομείς αυτοί θα έπρεπε να στελεχώνονται από ειδικούς που θα ήταν φορείς του απαραίτητου γνωστικού υπόβαθρου. Όπως είναι βέβαιο ότι ένας manager θα αποτύγχανε στην προσπάθειά του να εμπλακεί άμεσα στην αγροτική παραγωγή, λόγω έλλειψης εμπειρίας και γνώσεων άλλο τόσο βέβαιο ήταν ότι θα αποτύγχαναν ως επιχειρηματίες οι αγρότες.
Ωστόσο η συνεταιριστική επιχειρηματική μορφή (υπό όρους) φαντάζει ελκυστική στις μέρες μας και πάλι. Γιατί σε αυτήν ουσιώνεται ο χαρακτήρας της κοινότητας, της κοινής διαχείρισης των μέσων και της κοινής διανομής των ωφελημάτων.
Τι είναι όμως ο συνεταιρισμός;
Συνεταιρισμός είναι η εθελοντική ένωση προσώπων με μεταβλητό αριθμό μελών (τουλάχιστον 6) που έχει σαν σκοπό του, δια της αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ των μελών του, τη βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής τους κατάστασης καθώς και την από κοινού αντιμετώπιση των κοινών αναγκών τους.
Τα βασικά χαρακτηριστικά των συνεταιρισμών είναι:
1.Ο αριθμός των συνεταίρων (μελών) ο οποίος είναι μεταβλητός
2.Το κεφάλαιο του συνεταιρισμού το οποίο είναι επίσης μεταβλητό
3.Ο σκοπός ίδρυσης του συνεταιρισμού
Ο τύπος συνεταιρισμού που δημιουργήθηκε είναι γνωστός σήμερα ως παραδοσιακός συνεταιρισμός. Τα χαρακτηριστικά αυτής της παραδοσιακής μορφής συνεταιρισμού περιλαμβάνουν:
1. Ελεύθερη συμμετοχή
2. Επενδυτικά κεφάλαια προερχόμενα κατά κύριο λόγο από παρακρατήσεις από τα μέλη
3. Μη εμπορεύσιμα και ατελώς καθορισμένα δικαιώματα κυριότητας των μελών στην περιουσία του συνεταιρισμού
4. Προστριβές μεταξύ ενεργών και μη μελών
5. Έλεγχος των υποθέσεων του συνεταιρισμού βάσει της αρχής «ένα μέλος – μία ψήφος».
Συμπληρωματικά αναφέρεται ότι ο συνεταιρισμός είναι ο κατ’ εξοχήν οργανισμός Κοινωνικής Οικονομίας. Η επιχείρηση Κοινωνικής Οικονομίας δομείται με επιχειρηματικό πνεύμα και διάθεση, επιδιώκει οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους ταυτόχρονα, βρίσκει καινοτόμες λύσεις στα προβλήματα της τοπικής ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού και συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη που δεν αντιμάχεται αλλά στηρίζει την κοινωνική συνοχή ως βασικό της υπόβαθρο.
Η συχνότερη μορφή συνεταιρισμού που συναντάται σήμερα είναι αυτή του γυναικείου συνεταιρισμού. Οι συνεταιρισμοί αυτοί αποτελούν ενισχυτικούς μηχανισμούς της τοπικής οικονομίας, μείωσης της ανεργίας και μάλιστα αναφορικά με μια ευπαθή ομάδα πληθυσμού σε αυτόν τον τομέα. Στο σύνολό τους σχεδόν οι γυναικείοι συνεταιρισμοί αξιοποιούν τα τοπικά προϊόντα ενισχύοντας έτσι τη θέση τους στις τοπικές κοινωνίες. Επιπλέον πιστεύεται ότι η ίδια η ύπαρξη γυναικείου συνεταιρισμού αποτελεί πόλο έλξης επισκεπτών για έναν τόπο.
Τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι συνεταιριστικές οργανώσεις έχουν να κάνουν με την έλλειψη εμπειρίας και γνωστικού υποβάθρου τον τομέα του «επιχειρείν». Στο πλαίσιο αυτής της έλλειψης παρατηρείται απουσία επιχειρηματικού σχεδιασμού με αποτέλεσμα ή να μην ευδοκιμούν εμπορικά ή να μην έχουν επαρκείς δομές για να εξυπηρετήσουν την αυξημένη ζήτηση.
Προτείνεται λοιπόν η συνεταιριστική επαγγελματική οργάνωση ως μορφή επιχειρηματικής δράσης που μπορεί όμως να είναι αποτελεσματική αν στελεχωθεί και υποστηριχθεί από ειδικούς για κάθε δραστηριότητά της.
3.3 ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Στην αρχή της ενότητας 3.1 αναφέραμε ότι: «Θα πρέπει εξ αρχής να συμφωνηθεί ότι ο κύριος φορέας ανάπτυξης είναι ο ιδιωτικός τομέας». Ποιος είναι ο ρόλος όμως των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε Α΄ και Β΄ βαθμό; Μονολεκτικά η απάντηση είναι: υποστηρικτικός. Η Τ.Α. θα πρέπει να εξασφαλίσει στο βαθμό που είναι στις δυνατότητές της, τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Ακολούθως γίνονται προτάσεις προς την επίτευξη του στόχου αυτού.
Η προτεραιότητα εστιάζεται στον σχεδιασμό. Ο Αναπτυξιακός Σχεδιασμός είναι όρος απαραίτητος για κάθε είδους ανάπτυξη πολλώ δε μάλλον αν έχει να κάνει με την αξιοποίηση ενός τόσο ευμεγέθους πλούτου όπως το Δωδεκανησιακό πολιτισμικό απόθεμα αλλά και σε έναν χώρο που είναι καταδικασμένος να συμφιλιωθεί με τις αντιξοότητες που προκύπτουν από την γεωγραφική του θέση.
Στην προσπάθεια σχεδιασμού η Τ.Α. πρέπει να λάβει υπόψη της το θεωρητικό πλαίσιο που διατρέχει τις πολιτικές σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, μια που αυτές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις στρατηγικές που θα ακολουθηθούν και στις οποίες οφείλει να είναι ενταγμένη η τοπική κοινωνία προκειμένου να τις εκμεταλλευθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Σύμφωνα, λοιπόν, με έκθεση της Commission επτά βασικές κατευθύνσεις πρέπει να έχει η αναπτυξιακή πολιτική που θα ακολουθήσει η Ε.Ε. μετά το 2006 για να επιτύχει την πραγματική σύγκλιση, για τις ορεινές και νησιωτικές περιοχές:
Α. Έμφαση στην ορεινή γεωργία και κτηνοτροφία, με την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων και την προστασία του εδάφους. Οι αγρότες των περιοχών αυτών δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις μεγάλες παραγωγές με παραδοσιακές καλλιέργειες. Πρέπει κατά συνέπεια να επικεντρωθούν σε βιολογικές καλλιέργειες και στην παραγωγή προϊόντων με αναγνωρίσιμα εμπορικά σήματα.
Β. Αξιοποίηση του πλούτου των περιοχών. Το φυσικό περιβάλλον πρέπει να προστατευτεί αλλά παράλληλα να αναδειχθεί επιχειρηματικά, μέσω του τουρισμού αλλά και της ήπιας εμπορικής εκμετάλλευσης τοπικών πόρων (ξυλεία, φυτικά προϊόντα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κλπ).
Γ. Μεταφορά μεταποιητικών δραστηριοτήτων στην περιφέρεια. Επιχειρήσεις νέων τεχνολογιών που δεν χρειάζονται άμεση επαφή με το κέντρο μπορούν να μεταφερθούν στις περιοχές αυτές. Μεταποιητικές μονάδες μπορούν να εκμεταλλευτούν τις πρώτες ύλες των περιοχών αυτών (βιομηχανίες τροφίμων, επίπλων κλπ).
Δ. Ανάπτυξη του ορεινού τουρισμού, ώστε να μειωθεί η εποχικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, η οποία θα εντείνεται όλο και πιο πολύ στο μέλλον όπως τουλάχιστον βλέπει η Commission.
Ε. Άρση των εθνικών συνόρων στον τουρισμό. Πολλά βουνά συνδέουν δύο ή περισσότερα κράτη και η άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων μπορεί να τα κάνει πιο θελκτικά για τους τουρίστες.
ΣΤ. Σύνδεση βουνών με τα αστικά κέντρα. Σε πολλές ορεινές περιοχές ταξιδεύουν καθημερινά σε αστικά κέντρα (για παράδειγμα στα νησιά και στην Πελοπόννησο) και η καλύτερη διασύνδεσή τους θα βοηθούσε στην αύξηση των ατόμων που επιλέγουν πιο ορεινές περιοχές ως τόπο κατοικίας και εργασίας.
Ζ. Προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης καθώς πρόκειται για την πιο ευαίσθητη περιβαλλοντικά περιοχή η ανάπτυξη της οποίας εξαρτάται από τη διατήρηση του χαρακτήρα της.
(Σημ. με τον όρο ορεινό συχνά αναφέρονται οι μειονεκτικές περιοχές εν γένει).
Στην Εγκύκλιο για την κατάρτιση του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης 2007-2013 (Αθήνα 04.06.2004, Αρ. Πρ. 23681/ΕΥΣΑΠΠ 882) αναφέρεται ότι: «…α) ο στρατηγικός στόχος είναι η επίτευξη της πραγματικής σύγκλισης και συνοχής προς το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο.
β) Το σχέδιο αυτό πρέπει να προκύψει μέσα από έναν γόνιμο διάλογο με τους πολίτες. γ) Οι βασικοί άξονες ανάπτυξης περιλαμβάνονται ήδη στην τρέχουσα προγραμματική περίοδο 2000 – 2006 και θα συνεχίσουν να αποτελούν στόχο και κατά την επόμενη εικοσαετία.
δ) Συνέχιση της δημιουργίας βασικών δικτύων υποδομών, για την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη και συνοχή. ε) Αναβάθμιση και προστασία του περιβάλλοντος, με εναρμόνιση της σχέσης αγοράς και φυσικών πόρων, ειδικότερα σε θέματα ενέργειας, γεωργικών εκμεταλλεύσεων, χρήσης γης και ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού. στ) Ενίσχυση της περιφερειακής συνοχής και της ανάπτυξης της υπαίθρου, με έμφαση στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες, με βάση τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα και με στόχο να αντεπεξέλθουν οι περιφέρειες αυτές στον εθνικό και ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. ζ) Ιεράρχηση των προτεραιοτήτων αειφορίας μακροχρόνια σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο με ανάλυση της αλληλοσυσχέτισης των υποσυστημάτων και σε συνδυασμό με εξωγενείς παραμέτρους (θεσμικό πλαίσιο, εθνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς συμφωνίες κλπ)».
Φαίνεται λοιπόν ότι η έμφαση δίδεται σε τομείς όπως, η προστασία του περιβάλλοντος, η γεωργία και η κτηνοτροφία, η ήπια αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος, η ανάπτυξη επιχειρήσεων νέων τεχνολογιών στην περιφέρεια, στις βιολογικές καλλιέργειες (το μόνο πεδίο ανταγωνισμού με τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις), η ανάπτυξη του ήπιου τουρισμού, η άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων, οι συγκοινωνιακές υποδομές, η διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας μέσω της αειφόρου ανάπτυξης.
Παράλληλα και όσον αφορά στην εθνική πολιτική η έμφαση δίδεται στην ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία σχεδιασμού, στην επιδίωξη των στόχων που δεν επιτεύχθηκα κατά την τρίτη προγραμματική περίοδο, στη δημιουργία βασικών δικτύων με σκοπό την κοινωνική συνοχή, στις λιγότερα αναπτυγμένες περιοχές με την ανάδειξη των συγκριτικών τους πλεονεκτημάτων, και στην ένταξη των αειφόρων πρακτικών στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο.
Έτσι διαμορφώνονται τα όρια μέσα στα οποία θα πρέπει να κινηθούν οι τοπικοί φορείς εφ’ όσον επιδιώκουν την ολοκληρωμένη ανάπτυξη τοπικά, διαδικασία που δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα αλλά μόνο στο πλαίσιο του γενικότερου σχεδιασμού σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Υπό αυτό το πρίσμα προτείνονται και τα παρακάτω:
3.3.1 ΔΡΑΣΕΙΣ
3.3.1.1 Δημιουργία Κινητής Μονάδας Στήριξης της Επιχειρηματικότητας
Η δομή αφορά την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες και σε μειονεκτικές περιοχές. Η δομή θα πρέπει να στελεχωθεί με επιστημονικό προσωπικό και ειδικότερα με οικονομολόγο, μηχανολόγο, κοινωνιολόγο ή επιστήμονα άλλης παρεμφερούς ειδικότητας, ειδικούς στο marketing, στις πωλήσεις και στη διοίκηση επιχειρήσεων. Η μονάδα θα πρέπει να λειτουργήσει συμπληρωματικά με το θεσμό του «Γραφείου του Πολίτη» (ως συνδετικού κρίκου ανάμεσα στα στελέχη της δομής και τους κατοίκους) που λειτουργεί επιτυχημένα σε όλους ανεξαιρέτως τους Δήμους και να αξιοποιήσει το έμψυχο δυναμικό αλλά και την υλικοτεχνική υποδομή του. Η υλοποίηση της δομής θα βοηθήσει στο να ξεπεραστούν τα εμπόδια που τίθενται (γεωγραφικά και κοινωνικά) στην προσβασιμότητα προς τις πηγές πληροφόρησης, ιδιαίτερα για τους κατοίκους των μικρότερων νησιών.
Βέβαια πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο ρόλος που καλείται να επιτελέσει η Κινητή Μονάδα Στήριξης της Επιχειρηματικότητας δεν εξαντλείται στην συμβουλευτική για τη δημιουργία επιχειρήσεων αλλά επεκτείνεται και στην παρακολούθηση της πορείας της επιχείρησης και στην παροχή βοήθειας σε τομείς όπως πωλήσεις, κοστολόγηση κλπ.
3.3.1.2 Χωρική επέκταση δραστηριοτήτων του Χειροτεχνικού Κέντρου Ρόδου
Το Χειροτεχνικό Κέντρο Ρόδου αποτελεί έναν, εν δυνάμει, ουσιώδη παράγοντα ανάπτυξης της χειροτεχνίας στη Δωδεκάνησο. Τα όρια τίθενται από τις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες αλλά και από την χωροθέτησή του. Το γεγονός ότι εδρεύει στη Ρόδο καθιστά τις υπηρεσίες του δυσπρόσιτες για αυτούς που πραγματικά τις έχουν ανάγκη, τους κατοίκους των μικρότερων νησιών. Κρίνεται ως βασική προτεραιότητα η επέκταση των δραστηριοτήτων του Χειροτεχνικού Κέντρου τόσο θεματικά όσο και χωρικά ώστε να μπορούν να αξιοποιήσουν δημιουργικά / αναπτυξιακά τις υπηρεσίες του οι κάτοικοι των μικρότερων νησιών. Εξ’ άλλου αυτός ο ρόλος φαίνεται πιο ουσιώδης από αυτόν που σήμερα υλοποιεί (επί της ουσίας και όχι καταστατικά), δηλαδή να παρέχει δυνατότητες δημιουργικής αξιοποίησης ελεύθερου χρόνου, με βάση μια ιεραρχική κλίμακα προτεραιοτήτων.
3.3.1.3 Δημιουργία Ενιαίου Φορέα Χρηματοδότησης Αναπτυξιακών Πρωτοβουλιών
Ανεξάρτητα από το εφικτό της υλοποίησης ενός τέτοιου φορέα η χρησιμότητά του είναι προφανής. Μπορεί να χρηματοδοτείται από τους Ο.Τ.Α., από επαγγελματικές οργανώσεις, από εισφορές επαγγελματιών κλπ. Το ρόλο ενός τέτοιου φορέα θα μπορούσε να παίξει η Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου δημιουργώντας χρηματοδοτικά προϊόντα με ελκυστικούς όρους.
3.3.1.4 Σύνταξη Αναπτυξιακού Σχεδίου
Ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να στηριχθεί σε δύο βασικούς πυλώνες: α) την επιστημονική/τεχνολογική υποδομή και β) στη βούληση όλων των εμπλεκομένων αλλά και των τοπικών κοινωνιών γενικότερα.
Οι επίσημοι φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν το κατάλληλα εκπαιδευμένο και εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που θα επεξεργαστεί τα αιτήματα της λαϊκής βάσης, θα αναδείξει τα προβλήματα, θα ορίσει τους στόχους αλλά και θα προτείνει λύσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη της αναγκαίας τεχνολογικής υποδομής και πιο συγκεκριμένα η ύπαρξη Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S.) με την προϋπόθεση ότι τα συστήματα αυτά δεν θα χρησιμοποιούνται ως συστήματα γεωγραφικής χαρτογράφησης αλλά ως εργαλεία ολοκληρωμένης, διεπιστημονικής προσέγγισης των δεδομένων. Θα πρέπει να διαθέσουν το κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό που θα τροφοδοτεί συνεχώς το σύστημα σε όλα τα επίπεδα υποβάθρων ώστε να καταστεί λειτουργικό και χρήσιμο αναπτυξιακό εργαλείο.
Οι διεθνείς και εθνικές πολιτικές θα πρέπει να τεθούν οπωσδήποτε υπόψη ώστε οι προτεινόμενοι στόχοι να είναι πλήρως ενταγμένοι στον γενικότερο εθνικό και ευρωπαϊκό σχεδιασμό.
Τέλος να επισημανθεί ότι ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να έχει τη μορφή ενός ολοκληρωμένου Αναπτυξιακού Σεναρίου.
3.3.1.5 Πιστοποίηση φορέα για παροχή πιστοποιήσεων διασφάλισης ποιότητας
Ένας βασικός παράγοντας για την επιτυχία ενός αναπτυξιακού σχεδιασμού είναι η εξασφάλιση κατά το δυνατόν υψηλού δείκτη ποιότητας τόσο στις υπηρεσίες όσο και στα προϊόντα. Κάποιος φορέας εκ των υφισταμένων δωδεκανησιακών αναπτυξιακών φορέων θα πρέπει να πιστοποιηθεί ώστε να μπορεί να απονέμει πιστοποιήσεις στο πλαίσιο των διεθνών κανονισμών πιστοποίησης και με βάση τα πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί για κάθε παραγωγικό τομέα. Ειδικότερα για το χώρο του αγροτουρισμού το Υπουργείο Ανάπτυξης θεωρεί προτεραιότητα την ανάπτυξη προτύπων ποιότητας με τα οποία θα πιστοποιούνται φορείς και επιχειρήσεις αλλά και την οργάνωση διαδικασιών πιστοποίησης (μητρώο πιστοποιητών και συμβούλων) βάσει των οποίων θα ελέγχεται η ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών.
Ένα τέτοιο πρότυπο αναπτύχθηκε από τον ΕΛΟΤ (Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης). Το πρότυπο πιστοποίησης διασφάλισης ποιότητας για αγροτουριστικές επιχειρήσεις συντάχθηκε από τον ΕΛ.Ο.Τ. και πιστοποιείται από την «Αγροτουριστική Α.Ε.». Το πρότυπο αυτό εισάγει ορολογία για τον αγροτουρισμό όσον αφορά στους πελάτες, τον αγροτουρισμό, τον αγροτουριστικό προορισμό, το αγροτουριστικό προϊόν κλπ. Το αιτούμενο της ενότητας είναι να υπάρξει και τοπικός φορέας πιστοποίησης πέραν της «Αγροτουριστικής Α.Ε».
3.3.1.6 Ανάπτυξη πλαισίου αρχών για τον Δωδεκανησιακό Τουρισμό
Προτείνεται να συνταχθεί, μετά από εκτεταμένο διάλογο και ανταλλαγή απόψεων με τους εμπλεκόμενους ένα κείμενο συμφωνημένων αρχών που να διέπουν κάθε δραστηριότητα σχετιζόμενη άμεσα ή έμμεσα με τον τουρισμό.
Αυτό διότι αν δεν συμφωνηθεί εξ αρχής το πλαίσιο και τα όρια της τουριστικής εκμετάλλευσης, ειδικά για τον εναλλακτική και αγροτουριστική μορφή της, σύντομα οι εμπλεκόμενοι θα βρεθούν προ αδιεξόδων.
Ένα σχέδιο τέτοιου πλαισίου αρχών προτείνεται παρακάτω:
Γενική αρχή: Σκοπός της ύπαρξης αυτού του πλαισίου αρχών όπως και κάθε αναπτυξιακής προσπάθειας είναι η βελτίωση των βιοτικών συνθηκών των κατοίκων της περιοχής είτε εμπλέκονται είτε όχι με τον τουρισμό. Επιπλέον να εξασφαλιστεί ο μέγιστος βαθμός ικανοποίησης για τους επισκέπτες.
Αρχή πρώτη: Αποδεχόμαστε τον τουρισμό ως πλουτοπαραγωγική πηγή, στο βαθμό όμως που δεν επιφέρει βλάβες στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον αλλά το αξιοποιεί δημιουργικά.
Αρχή δεύτερη: Το σημαντικότερο όλων από αυτά που θα πρέπει να διαφυλαχτούν είναι η παράδοση και η ιδιαίτερη πολιτισμική μας ταυτότητα. Ο τουρισμός δεν θα πρέπει να αποτελεί κίνδυνο για τη διατήρησή τους. Αντίθετα κατανοούμε ότι η ταυτότητα και η παράδοσή μας αποτελούν τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα.
Αρχή τρίτη: Χωρίς να αγνοούμε την τουριστική ανάπτυξη και τις υποδομές του μαζικού τουρισμού δηλώνουμε ότι έμφαση δίνουμε κυρίως στην ανάπτυξη ήπιων ή εναλλακτικών μορφών τουρισμού μια που αυτές δεν απειλούν το περιβάλλον, την ταυτότητα και την παράδοσή μας.
Αρχή τέταρτη: Δηλώνουμε ότι θα τείνουμε προς την κατεύθυνση της επίτευξης του στόχου της ολικής ποιότητας από όποια θέση υπηρετούμε τον τομέα του τουρισμού.
Αρχή πέμπτη: Φροντίζουμε οι δράσεις μας να έχουν αναδεικνύουν τον παραδοσιακό κοινοτικό χαρακτήρα και όχι τον ξενόφερτο του άκρατου ανταγωνισμού.
3.3.1.7 Δημιουργία Υπαίθριου Μουσείου Παραδοσιακής Δωδεκανησιακής Ναυπηγοξυλουργικής Τέχνης
Η δράση αυτή προτείνεται διότι αφενός ο πλούτος της δωδεκανησιακής ναυπηγικής τέχνης είναι ουσιαστικά ανεξάντλητος και αφετέρου το κόστος υλοποίησης και συντήρησης ενός τέτοιου μουσείου θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένο. Αυτό διότι τα εκθέματα μπορούν να εμπλουτιστούν από τα αποσυρόμενα από την ενεργό αλιεία σκάφη αλλά και από την απόκτηση άλλων εγκαταλελειμμένων στα καρνάγια των νησιών.
3.3.1.8 Το πρόβλημα των θαλάσσιων συγκοινωνιών
Μία επιπλέον καταγραφή του ιστορικού της δημιουργίας του ακτοπλοϊκού προβλήματος στη Δωδεκάνησο πιστεύεται ότι δεν θα είχε να προσθέσει τίποτα καινούριο. Το ίδιο ακριβώς και αναφορικά με τις επιπτώσεις του προβλήματος αυτού σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής και ιδιαίτερα στα μικρότερα των νησιών.
Η λύση που προτείνεται εδώ είναι αυτή που θέλει τη δημιουργία δικτύου συχνών εσωτερικών γραμμών και άμεση διασύνδεσή τους με τα δρομολόγια προς Πειραιά μέσω των μεγαλύτερων νησιών (Ρόδου και Κω). Ο τύπος των πλοίων που προτείνεται για τα εσωτερικά δρομολόγια είναι αυτός των κλειστού τύπου σκαφών, ανοικτής θαλάσσης με ταχύτητα τουλάχιστον 25 knots.
Η επίλυση του προβλήματος αυτού δεν είναι πλέον θέμα των δημόσιων φορέων του Νομού (για την μετά ΔΑΝΕ εποχή) αλλά ιδιωτών που θα συναθροίσουν το κόστος της επένδυσής τους με τα αναμενόμενα οφέλη, γίνεται φανερό ότι θα πρέπει οι τοπικοί φορείς να εκλογικεύσουν στο βαθμό του εφικτού και όχι του επιθυμητού τις απαιτήσεις τους για συχνότητα προσεγγίσεων των πλοίων στα νησιά τους. Αυτό όσο κι αν είναι κατανοητό το πόσο σημαντική είναι η συγκοινωνιακή επάρκεια για έναν τόπο.
3.3.1.9 Δημιουργία πανελληνίου δικτύου καταστημάτων πώλησης Δωδεκανησιακών προϊόντων
Η προσπάθεια αυτή εντάσσεται στη στήριξη των μικρών επιχειρήσεων που θα επιθυμούσαν να δραστηριοποιηθούν στα μικρότερα νησιά όπου οι τοπικές αγορές αδυνατούν να τους εξασφαλίσουν τους απαραίτητους πόρους.
Αυτή η αλυσίδα καταστημάτων θα προβάλλει την πολιτισμική ταυτότητα των Δωδεκανήσων μέσα από την παραγωγή της σε όλους τους τομείς. Έτσι θα πρέπει να έχει όνομα που να παραπέμπει στον τόπο.
Στους χώρους των καταστημάτων αυτών είναι δυνατόν να παρέχεται πληροφόρηση για τον τουριστικό τομέα (καταλύματα, εστιατόρια κλπ).
3.3.1.10 Ειδική Δράση Ρόδου
Η πόλη της Ρόδου είναι πλέον ένα μεγάλο αστικό κέντρο όπου κανείς με δυσκολία θα αναγνωρίσει στοιχεία του παραδοσιακού μας πολιτισμού, πέραν των μνημείων (Παλιά Πόλη π.χ.) και των σχετικών μουσείων. Από την άλλη εδώ έχει αναπτυχθεί σημαντικότατη πολιτιστική παραγωγή (Φεστιβάλ Όπερας, Μέρες Μουσικής, ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., Πειραματική Χορωδία κλπ). Λίγα είναι λοιπόν αυτά που μπορούν να γίνουν επιπλέον. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η προστασία της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας της πόλης, αν δεν είναι ήδη πολύ αργά.
Ακολούθως χρειάζεται η προσπάθεια για την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών επιπτώσεων από την αστικοποίηση. Δηλαδή χρειάζεται να γίνει προσπάθεια ώστε να εμπεδωθούν στους κατοίκους της πόλης οι κοινωνικές αξίες που εντοπίζονται στην παραδοσιακή κοινότητα. Αυτό διότι η αστικοποίηση των συμπεριφορών επέφερε και επιφέρει εξαιρετικά δυσάρεστες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων αλλά και στην αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού: Υψηλότατη
στάθμη αστικού θορύβου, άναρχη και ημιπαράνομη αστική δόμηση, υπερβολική χρήση ιδιωτικών μέσων μετακίνησης κλπ.
3.3.2 ΥΠΟΔΟΜΕΣ
Βασικό στοιχείο του πολιτισμού είναι οι τέχνες και ως παράδοση και ως επίδραση από άλλους πολιτισμούς που εμπλουτίζουν τον οικείο αλλά και ως σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Η πεμπτουσία της τέχνης βρίσκεται στην επικοινωνιακή της διάσταση, όταν δηλαδή βρίσκει το δρόμο προς τα αυτιά ή τα μάτια ή το συναίσθημα του «άλλου». Η τέχνη ως μέσον έκφρασης απαιτεί γνώση του χειρισμού της δικής της γλώσσας προκειμένου να κατακτηθούν από το υποκείμενο τα εκφραστικά μέσα.
Και οι δύο πιο πάνω διαδικασίες έχουν την ανάγκη ύπαρξης υποδομών ώστε να μπορούν να γίνουν πράξη. Με εξαίρεση τη Ρόδο (χωρίς να σημαίνει ότι έχει καλύψει όλες τις σχετικές της ανάγκες) παρατηρείται σημαντική υστέρηση στον τομέα των υποδομών και εκεί θα πρέπει να προσανατολιστούν οι προσπάθειες των συλλογικών φορέων, αφού βεβαίως γίνει κατανοητό ότι οι επενδύσεις στον τομέα αυτό είναι υψηλά ιεραρχημένες και όχι «πολυτέλειες». Το τομεακό Ε.Π. «Πολιτισμός 2000-2006» μπορεί να εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους.
3.3.3 Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΕΜΨΥΧΩΤΩΝ
Οι τοπικοί εμψυχωτές (στην Αγγλική ο όρος συνίσταται από τρεις προσεγγίσεις: Community agent, Community animator και Community facilitator) είναι άτομα που μπορούν να επιτελέσουν ένα σημαντικότατο ρόλο στην αναπτυξιακή διαδικασία. Λόγω της φύσης του έργου που καλούνται να επιτελέσουν αναφέρονται στους Ο.Τ.Α. Ποιος είναι όμως, ακριβώς, ο ρόλος τους;
Ο τοπικός εμψυχωτής:
1.Είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας, με αποστολή και αντικείμενο εργασίας να υποστηρίζει τοπικές κοινωνίες να κατανοήσουν τη θέση τους, να κινητοποιήσουν τη σκέψη τους και να τις εμπλέξει σε διαδικασίες ανάπτυξης.
2.Θα βοηθήσει την τοπική κοινωνία να ικανοποιήσει τους στόχους της φέρνοντας σε αυτήν ικανότητες και γνώσεις σε όποια διαδικασία η κοινότητα αυτή έχει εμπλακεί με σκοπό την υποστήριξη συγκεκριμένων στόχων της.
3.Θα ενεργήσει σαν υποστηρικτικός μηχανισμός για την επίτευξη των στόχων της κοινότητας.
4.Θα προσδιορίσει τις εκπαιδευτικές ανάγκες στο πλαίσιο των στόχων της κοινότητας και θα υποστηρίξει τα κατάλληλα άτομα για να αποκτήσουν τις απαραίτητες ικανότητες.
5.Θα έχει διοικητικές ικανότητες τόσο για την υλοποίηση συγκεκριμένων σχεδίων όσο και για την κινητοποίηση των τοπικών κοινωνιών.
6.Θα έρχεται σε επαφή με οργανισμούς που λειτουργούν στην περιοχή του και γνωρίζει όλα τα σχετικά θέματα με τη δράση τους.
Το ρόλο του τοπικού εμψυχωτή μπορεί να αναλάβει και κάποιος δημοτικός σύμβουλος άτυπα αλλά και ενεργοί πολίτες ιδιαίτερα στις μικρές κοινότητες. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν κάποιοι διαθέσιμοι από τις παραπάνω ομάδες, στα περισσότερα χωριά υπάρχουν πολίτες (άνδρες ή γυναίκες) που για διάφορους λόγους ο καθένας παίζουν παρόμοιο ρόλο.
Το προφίλ του πολίτη αυτού έχει ως εξής: έχουν συνήθως λυμένο το βιοποριστικό πρόβλημα, εργασιακές δραστηριότητες με αντικείμενο που να τους φέρνει σε επαφή με τον κόσμο της τοπικής τους κοινωνίας και οι οποίοι για διάφορους λόγους έχουν ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τον τόπο τους, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες – πάντα σε εθελοντική βάση – και υποκινούν ομάδες συμπολιτών τους στην κατεύθυνση αναπτυξιακών δραστηριοτήτων.
3.3.4 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μέσα από τις προτάσεις που κατατέθηκαν παραπάνω έγινε προσπάθεια να δειχθεί η ανάγκη αναπροσανατολισμού της αναπτυξιακής πορείας της Δωδεκανήσου, από την μονοκαλλιέργεια του τουρισμού στην πολυδιάστατη αναπτυξιακή προοπτική που αξιοποιεί το πολιτισμικό της πλούτο. Με αυτό τον τρόπο πιστεύεται ότι θα μειωθούν οι σοβαρές επιβαρύνσεις του φυσικού και ανθρωπογενούς και δομημένου περιβάλλοντος που επέφερε η άκρατη εκμετάλλευση των πόρων, σύμφυτη με τη διαδικασία της ανάπτυξης του μαζικού τουρισμού, τουλάχιστον στα μεγάλα νησιά. Για τα μικρότερα ο αναπροσανατολισμός αυτός φαίνεται να αποτελεί αναπτυξιακό μονόδρομο, που φιλοδοξεί να αντιστρέψει την τάση εγκατάλειψης και αστικοποίησης των κατοίκων τους. Παράλληλα έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα του ότι οι πόροι τους, σε μεγάλο βαθμό, δεν έχουν, ανεπιστρεπτί, εξαντληθεί. Άρα με μια σωστή και αειφόρα διαχείρισή τους μπορούν να εξασφαλίζουν στο διηνεκές το βασικό υπόβαθρο ανάπτυξης. Η ήπια τουριστική ανάπτυξη με το να προστατεύει το πολιτισμικό κεκτημένο του τόπου δρα ευεργετικά και στον κοινωνικό τομέα. Ισχυροποιεί την τοπική κοινωνία, ενδυναμώνει την αίσθηση της κοινότητας και τη βοηθάει να αυτοπροσδιοριστεί.
Επισημάνθηκε το οξύτατο πρόβλημα της ακτοπλοϊκής συγκοινωνίας, με επίγνωση όμως του ότι οι τοπικές κοινωνίες και αρχές δεν έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν αποτελεσματικά, παρά μόνο να συνεισφέρουν στην επίλυσή του. Ίσως οι δυνατότητες εξαντλούνται στο να μπορέσουν να υλοποιήσουν (και οργανωτικά και με την προμήθεια των μέσων) τη συχνή εσωτερική ακτοπλοϊκή σύνδεση των νησιών.
Τέλος να επισημανθεί ότι οι Ο.Τ.Α θα πρέπει να αποτελέσουν θετικά πρότυπα κοινοτικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής συμπεριφοράς, τόσο σε επίπεδο δομών όσο και στο βαθμό που προσωποποιούνται οι δομές αυτές, τουλάχιστον στα μικρά νησιά όπου η απόσταση μεταξύ δημοτών και Ο.Τ.Α. είναι πολύ μικρότερη.
4. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
4.1.1 S.W.O.T. analysis
Τα αρχικά S.W.O.T. σημαίνουν: Strengths (δυνατά σημεία), Weaknesses (αδύνατα σημεία), Opportunities (ευκαιρίες), Threats (απειλές).
Η S.W.O.T. analysis είναι ένα εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συμμετοχικές διαδικασίες προκειμένου να αναπτυχθούν κοινές στρατηγικές.
Το εργαλείο της S.W.O.T. analysis αναπτύχθηκε αρχικά για να διερευνήσει την ανταγωνιστική θέση μιας επιχείρησης στην αγορά, απεικονίζοντας τις δυνατότητες μιας εταιρείας και τις συνθήκες του πλαισίου που επικρατούν στην ανάπτυξή της. Ωστόσο παραμένει και ένα πολύτιμο εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την οργανωτική ανάπτυξη, το σχεδιασμό σταδιοδρομίας, τη διαχείριση προγραμμάτων κ.ά.
Σκοπός της S.W.O.T. analysis δεν είναι να παρέχει την πλήρη εικόνα μιας συγκεκριμένης κατάστασης. Αντιθέτως έχει σχεδιαστεί για να επικεντρώνεται σε ζητήματα καθοριστικής σημασίας. Με αυτόν τον τρόπο οι συζητήσεις των εμπλεκομένων μπορούν να επικεντρώνονται στα ουσιώδη αντί να αποδυναμώνονται από τη σύνθετη όψη της πραγματικότητας.
Η S.W.O.T. analysis θεωρείται βασικό εργαλείο λήψης αποφάσεων και χρησιμοποιήθηκε κατά τη 10ετία του 1980 από Ο.Τ.Α. προκειμένου να επεξεργαστούν διάφορες παραμέτρους της τοπικής ανάπτυξης. Η χρήση του εργαλείου έχει επεκταθεί τελευταία στην υπηρεσία της διάγνωσης της τοπικής ανάπτυξης και κυρίως σαν εργαλείο ex ante αξιολόγησης των περιφερειακών προγραμμάτων.
Τα στάδια εφαρμογής μιας S.W.O.T. analysis είναι:
1. Το πλήρης καταγραφή του περιβάλλοντος στο οποίο θα λειτουργήσει το πρόγραμμα.
2. Η καταγραφή των πιθανών δράσεων, καταγεγραμμένων σε γενική μορφή και διαρθρωμένων σε σχέση με τα κυρίως διαπιστωμένα προβλήματα
3. Η ανάλυση των ευκαιριών και των κινδύνων, που αναφέρονται στο εξωτερικό περιβάλλον του προγράμματος. Το στάδιο αυτό ολοκληρώνεται με την καταγραφή παραγόντων που δεν τελούν υπό τον άμεσο έλεγχο των δημοσίων αρχών και οι οποίοι επηρεάζουν αισθητά την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
4. Η ανάλυση των δυνατοτήτων και των αδυναμιών που ολοκληρώνει και την ανάλυση του τρίτου σταδίου, με μια καταγραφή των παραγόντων που είναι τουλάχιστον εν μέρει υπό τον έλεγχο των δημοσίων αρχών και οι οποίοι ενδέχεται όπως οι προηγούμενοι είτε να προωθούν είτε να αναστέλλουν τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή διαδικασία.
5. Η ταξινόμηση των πιθανών δράσεων: Οι δράσεις αυτές θα τονιστούν ως προς την επίπτωση που αναμένεται να έχουν στη μείωση και τον περιορισμό των προβλημάτων που συναντά η αναπτυξιακή διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό η επικέντρωση της προσπάθειας για την υλοποίησή τους θα εστιάζει στην ενίσχυση των δυνατοτήτων και των ευκαιριών και στη μείωση των κινδύνων και των αδυναμιών.
6. Η αξιολόγηση της στρατηγικής αποτελεί προαιρετικό στάδιο που μπορεί να παραληφθεί όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο, με στόχο την εκτίμηση της σχετικότητας της στρατηγικής που αναλαμβάνεται ή πρόκειται να αναληφθεί. Η αξιολόγηση σχεδιάζεται στη βάση της ανάλυσης μιας δέσμης ή ενός πακέτου δράσεων.
Η S.W.O.T. analysis μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο διαχείρισης για την εκτίμηση της σχετικότητας μιας στρατηγικής κατά το στάδιο προγραμματισμού ή το στάδιο της εφαρμογής.
Στη χρήση της S.W.O.T. analysis θα ήταν σκόπιμο να αποφευχθούν γενικότητες όπως για παράδειγμα «εξάρτηση από τον τριτογενή τομέα» ή «αγροτική περιοχή» ή «απομακρυσμένη περιοχή από τα κέντρα πληροφόρησης». Στον αντίποδα πολύ χρήσιμα είναι στοιχεία όπως η σύνθεση πληθυσμού, ο αριθμός των επιχειρήσεων, η ύπαρξη εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κλπ.
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα θα πρέπει να αποσαφηνίζονται ακόμα και αν θεωρούνται ασήμαντα ή αμελητέα. Το ίδιο ισχύει και για τα μειονεκτήματα σε διάφορους βαθμούς σοβαρότητας το ισοζύγιο των οποίων θα φανεί καθαρά στην S.W.O.T. analysis.
Η S.W.O.T. analysis είναι χρήσιμη και διότι υποκινεί την ομάδα των εμπλεκομένων φορέων σε τοπικό επίπεδο να εργαστούν και να δώσουν λύσεις σε ζητήματα.
Αναφορικά με τις επιχειρήσεις τα δυνατά σημεία διακρίνονται συνήθως σε 4 κατηγορίες: α) υγιής οικονομική κατάσταση, β)καλή φήμη και δυνατό όνομα και συνακόλουθα σίγουρη πελατειακή βάση, γ) ικανότητες διοίκησης και προσωπικού, δ) αποτελεσματικές προμήθειες και καλές σχέσεις με τους προμηθευτές.
Αδύνατα σημεία συνήθως: α) κακή οικονομική διαχείριση, β) κακή τοποθεσία, γ) απαρχαιωμένος εξοπλισμός – χαμηλή παραγωγικότητα, δ) μακροχρόνιες μισθώσεις ακατάλληλων χώρων ή εξοπλισμού και ε) τα αντίθετα των δυνατών σημείων.
Στον τομέα των εξωτερικών ευκαιριών υπάρχουν ευκαιρίες όπως η ανάπτυξη νέων καναλιών διανομής και προώθησης (Internet), μεταβαλλόμενα καταναλωτικά πρότυπα, βελτίωση των συγκοινωνιακών συνθηκών κλπ.
Στον τομέα των απειλών ως εξωτερικών παραγόντων μπορούν να καταχωριστούν η υπερβολική εξάρτηση από έναν και μόνο διανομέα ή ενδιάμεσο, οι αυξήσεις των τιμών εκ μέρους των προμηθευτών, η αύξηση του ενεργειακού κόστους, η επί χείρω μεταβολή της φορολογικής πολιτικής κλπ.
Το όφελος προκύπτει όταν διαγνωστούν οι ευκαιρίες που κρύβονται στα δυνατά σημεία και στην μετατροπή των απειλών σε ευκαιρίες
Να σημειωθεί ότι η παρέμβαση και οι δράσεις μπορούν να ασκήσουν κάποιο έλεγχο μόνο στα δυνατά σημεία και στις αδυναμίες ενώ οι απειλές και οι ευκαιρίες καθορίζονται από εξωτερικούς παράγοντες.
Επίσης, να επισημανθεί ότι η S.W.O.T. analysis είναι ένα συμμετοχικό εργαλείο που μόνο ως τέτοιο μπορεί να είναι αποτελεσματικό.
Η μεθοδολογία αυτή μπορεί να έχει εφαρμογή τόσο σε επίπεδο επιχείρησης όσο και σε επίπεδο Ο.Τ.Α.
4.1.2 Επιχειρηματικό σχέδιο
Πρόκειται για τον ex ante σχεδιασμό και πρόβλεψη των θεμελιωδών παραγόντων που μπορούν να καθορίσουν το μέλλον μιας επιχειρηματικής προσπάθειας. Ίσως είναι πιο οικείο με τον αγγλικό ορισμό του: business plan.
Το επιχειρηματικό σχέδιο πρέπει να είναι γραπτό. Παρακάτω δίδονται οδηγίες για το πώς μπορεί να συνταχθεί και να διαρθρωθεί:
1. Περίληψη: Γράφεται τελευταία και περιλαμβάνει οπωσδήποτε τους επενδυτικούς στόχους, τα απαιτούμενα κεφάλαια, τη στρατηγική.
2. Η επιχείρηση: Παρουσιάζεται συνοπτικά το επιχειρηματικό σχέδιο, το φυσικό αντικείμενο, τα κίνητρα.
3. Συνοπτική παρουσίαση του εγχειρήματος: Αναφέρεται το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών ή των παραγόμενων προϊόντων, το κοινό στο οποίο απευθύνονται, στον ανταγωνισμό αλλά και στις ευκαιρίες του κλάδου.
4. Υπόβαθρο: Εδώ αναφέρονται οι εμπειρίες ή των συντελεστών της υπό ίδρυση επιχείρησης ή της ίδιας της επιχείρησης αν είναι υφιστάμενη.
5. Αποστολή: Αναφέρονται οι στόχοι της επιχείρησης
6. Περίληψη του εγχειρήματος: Περιγράφονται περιληπτικά αλλά περιεκτικά οι δραστηριότητες που θα αναπτυχθούν.
7. Κίνητρα και στόχοι των συντελεστών: Εδώ αναφέρονται ο, τι αναφέρει ο τίτλος του σταδίου.
8. Κρίσιμα σημεία: Εδώ αναφέρονται οι κρίσιμοι παράγοντες που μπορούν να καθορίσουν την επιτυχία του εγχειρήματος.
9. Το σχέδιο μάρκετινγκ: Αποτυπώνεται η γνώση των προτιμήσεων των πελατών, των συνηθειών και των προσδοκιών τους. Αναφέρονται οι ειδικοί.
10. Έρευνα αγοράς, μακροανάλυση: Αποτυπώνονται οι οικονομικοί, πολιτικοί, νομικοί, περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το εγχείρημα.
11. Προσδιορισμός της ομάδας-στόχου: Καθορισμός
12. Ανάλυση ανταγωνισμού: Καταγραφή ανάδειξη ισχυρών και ασθενών σημείων σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
13. Ανάλυση S.W.O.T: ακολουθήστε τη μεθοδολογία εκπόνησης S.W.O.T. analysis.
14. Στρατηγική τοποθέτηση της επιχείρησης: Προσπαθήστε να καθορίσετε την εικόνα που θα έχουν οι πελάτες σας για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες σας και το που θα σας τοποθετούν σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
15. Περιγράψτε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια το προϊόν σας.
16. Τιμολογιακή πολιτική: Αποτυπώστε τους παράγοντες που θα καθορίζουν την τιμολογιακή σας πολιτική (ανταγωνισμός, κόστος πρώτων υλών, κίνδυνοι κλπ).
17. Διανομή: Αποτυπώστε το σχεδιασμό σας για τα δίκτυα διανομής των προϊόντων σας.
18. Επικοινωνία: Καθορίστε με σαφήνεια την πολιτική προώθηση των προϊόντων σας.
19. Πρόβλεψη πωλήσεων: Καταγράψτε την πρόβλεψη των πωλήσεων ανά προϊόν ή υπηρεσία για τα πρώτα 5 έτη. Προϋπόθεση να έχει πρώτα καθοριστεί η στρατηγική μάρκετινγκ.
20. Διοικητική διάρθρωση της επιχείρησης: Καθορίστε τη βέλτιστη στελέχωση και οργάνωση της επιχείρησής σας. Συντάξτε οργανόγραμμα και κανονισμό εσωτερικής λειτουργίας (ποιος αναφέρεται σε ποιόν, σαφής περιγραφή καθηκόντων ανά θέση).
21. Σχεδιασμός παραγωγής: Καταγράψτε αναμενόμενες ποσότητες παραγωγής, αποθεμάτων πρώτων υλών, σύνδεση με τη ζήτηση.
22. Χρηματοοικονομικός σχεδιασμός: Επενδυτικό σχέδιο, χρηματοδοτικά σενάρια, ταμειακός προϋπολογισμός.
23. Επενδυτικό σχέδιο: Απαρίθμηση και αξιολόγηση όλων των πόρων που χρειάζονται στο αρχικό στάδιο, άμεση διασύνδεση με τον χρηματοοικονομικό σχεδιασμό.
24. Σχέδιο χρηματοδότησης: Προϋπολογισμός των πηγών άντλησης κεφαλαίων.
25. Παρατηρήσεις
4.2 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
4.2.1 ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αγοραστάκης Γ., Τοπική Ανάπτυξη. Ο Αγροτικός Τουρισμός Ποιότητας, CRF Ο.Α.ΔΥ.Κ., Χανιά 1996
Barquero-Vasquez A., Τοπική Ανάπτυξη. Μια στρατηγικήγια τη δημιουργία Απασχόλησης, μτφρ. Χωραφά Β., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1991
Βιρβιδάκης Στ., Γράψας Ν., Γρηγορίου Μ., Ζωγράφου Μ., Λέκκας Δ., Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού. Διαλεκτικοί Συσχετισμοί – Θεωρία της ΕλληνικήςΜουσικής, εκδ.Ε.Α.Π., Πάτρα 2003
Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στηνέννοια του Πολιτισμού. Η έννοια του Πολιτισμού. Όψεις του ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999
Borgeaud P., Cambiano G., Canfora L., Garlan Y., Mossè C., Murray O., Redfield J., Segal C., Vegetti M., Vernant J.P., Ο Έλληνας άνθρωπος, μτφρ.Τασάκος Χ., εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996
Montainge M. de, Δοκίμια, μτφρ. Νάκας Θ., εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1982
Braudrillard J., Το πνεύμα της τρομοκρατίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2002
Braudel F., Μεσόγειος, τόμος Α΄: Ο ρόλος του περίγυρου, μτφρ. Μιτσοτάκη Κ., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1991
Chondorkoff D., Να ορίσουμε ξανά την ανάπτυξη, περ. «Κοινωνία και Φύση», τ. 7
Elias N., Η Εξέλιξη του Πολιτισμού, τόμος Α΄, μτφρ. Βαϊκούση Ε., εκδ. Νεφάλη, Αθήνα 1997
Καψωμένος Ε. Γ., Ο Κωστής Παλαμάς, η εθνική ιδεολογία και η πολιτισμική μας παράδοση, Φιλολογική, Αφιέρωμα στον Κ. Παλαμά, τ. 45, 1993
Lottman J.-Ouspenski B., Για το σημειωτικόμηχανσιμό της Κουλτούρας, περιοδικό «Σπείρα», τ. 1, 1984
Montainge M. de, Δοκίμια, μτφρ. Νάκας Θ., εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1982
Ρόκος Δ., Σκέψεις για την ανάπτυξη. Ο ρόλος του Αγρ. Τοπ. Μηχανικού, Σπουδαστικές σημειώσεις, Ε.Μ.Π., Αθήνα 1963
Ρόκος Δ., Ολοκληρωμένες Αποδόσεις, Τεχνικά Χρονικά (τριμηνιαία επιστημονική έκδοση), τ. 1, Τ.Ε.Ε., Αθήνα 1977
Ρόκος Δ., Επιστήμες και Περιβάλλον στα τέλη του αιώνα. Προβλήματα και Προοπτικές, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1995
Ρόκος Δ., Η διεπιστημονικότητα στην Ολοκληρωμένη Προσέγγιση και Ανάλυση της Ενότητας της Φυσικής και Κοινωνικοοικονομικής Πραγματικότητας, εκδ. ΤΥΠΩΘΗΤΩ-Δάρδανος, Αθήνα 1998
Χαραλαμπίδης Μ., Αγροφιλία. Αγροτική Αναγέννηση. Νέα Αγροτικότητα, εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2002
Κείμενο της Ανακοίνωσης της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Ο.Κ.Ε.) των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Μάιος 1986, περ. «Τουρισμός & Οικονομία», τ. Ιουνίου-Ιουλίου 1986
4.2.2 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Cartin T.J., Principles and Practices of TQM, εκδ. Quality Press, Milwaukee 1993
Childe V., Social Evolution, εκδ. Watts, Λονδίνο 1951
Febvre L., Civilization: Evolution of a world and a group of ideas, στο J.Rundell-S.Mennel, Classical readings in Culture and Civilization, Routledge, Λονδίνο 1998
Goffey J.W.-Polese M., Local development: Conceptual Basis and Policy Implications, Regional Studies, 1985
Juran J.M., Juran onPlanning for Quality, εκδ. Free Press, Νέα Υόρκη 1998
Urevbu A., UNESCO World Decade for Cultural Development, εκδ. UNESCO, Παρίσι 1997-1998
Tylor E., Primitive Culture, John Murray, Λονδίνο 1871
Tylor E., Anthropology, εκδ. McMilan, Νέα Υόρκη 1895
Weber A., Fundamentals of Culture-Sociology: Social process, Civilizational process and Culture Movement, στο J.Rundell-S.Mennel, Classical readings in Culture and Civilization, Routledge, Λονδίνο 1998
Williams R., Culture is ordinary, στο J. McGuigan, StudyingCulture: an introductory Reader, E. Arnold, Λονδίνο 1193
11White L., The evolution of Culture, εκδ. McGraw-Hill, Νέα Υόρκη 1959
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ
ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πολλοί και με διάφορους τρόπους αναφέρονται στον Πολιτισμό και την Ανάπτυξη. Δύο έννοιες που χρησιμοποιούνται ευρύτατα χωρίς πολλές φορές να είναι απολύτως σαφή και ξεκαθαρισμένα τα νοηματικά τους όρια. Συνακόλουθα το ίδιο συμβαίνει και όταν αυτές οι δύο έννοιες συμπλέκονται νοηματικά, όπως π.χ. στη φράση πολιτισμική ανάπτυξη.
Το κείμενο που ακολουθεί έχει σκοπό κατ’ αρχάς να αποσαφηνίσει τα νοηματικά όρια των όρων αυτών και ακολούθως, να καταγράψει ο, τι νοείται ως πολιτισμικό απόθεμα στο χώρο της Δωδεκανήσου (με βάση τα κείμενα που διέθεσαν οι Ο.Τ.Α. του νομού).
Στη συνέχεια κατατίθενται αναπτυξιακές προτάσεις που στο συγκεκριμένο κείμενο δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο εξειδικευμένες. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει για κάθε μία δράση χωριστά τόσο σε επίπεδο προτάσεων για Ο.Τ.Α όσο και σε επίπεδο ιδιωτών επιχειρηματιών. Εδώ κατατίθεται το προτεινόμενο «πλαίσιο».
Η μελέτη ολοκληρώνεται με την παράθεση εργαλείων που μπορούν, τουλάχιστον πρωτοβάθμια, να βοηθήσουν τον Ο.Τ.Α. ή τον ιδιώτη να σχεδιάσει και να αποφασίσει για την επιχειρηματική του δράση. Το ρόλο της ολοκληρωμένης βοήθειας προς τον επιχειρηματία, άλλωστε, η μελέτη προτείνει να αναλάβει ειδική συμβουλευτική δομή.
2. ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
2.1 ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
2.1.1 ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ
Ο τίτλος της μελέτης εμπεριέχει – ως θεμελιώδη – τον όρο «Πολιτισμικό». Κρίνεται σκόπιμο λοιπόν να γίνει μια εννοιολογική αποσαφήνιση του όρου αυτού προκειμένου να αποκατασταθεί ένα κοινό πεδίο αναφοράς με τον αναγνώστη. Ιστορικά ο όρος πολιτισμός εμφανίστηκε αργά στην παγκόσμια γραμματεία. Οι σχετικές έρευνες τον θέλουν να εμφανίζεται στη Δυτική Ευρώπη γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα και να καθιερώνεται στον αιώνα της «νεωτερικότητας», δηλαδή τον 19ο.
Σήμερα η έννοια του πολιτισμού έχει σχεδόν ταυτιστεί με αυτήν της κουλτούρας και οι δύο όροι, από κοινού, θεωρούνται βασικοί όροι των κοινωνικών επιστημών (κοινωνιολογία, εθνολογία, φιλοσοφία κλπ).
Παρ’ όλ’ αυτά δεν φαίνεται ακόμη να υφίσταται μια από όλους αποδεκτή ερμηνεία τους. Ήδη από το 1952 οι εθνολόγοι Alfred Kroeber και Clyde Kluckhohn κατέγραψαν 164 διαφορετικούς ορισμούς μόνο για την κουλτούρα.(1). Ειδικότερα στη χώρα μας το πρόβλημα του σαφούς και κοινώς αποδεκτού ερμηνευτικού προσδιορισμού γίνεται εντονότερο μια που οι λέξεις αυτές δεν είναι ελληνικές αλλά δάνειες. Φαίνεται ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι κάθε φορά επιχειρείται ο ορισμός με βάση ένα και μόνον συστατικό χαρακτηριστικό των όρων, και όχι με την πολυδιάστατη ερμηνεία τους όπως έχει προκύψει από την μακροχρόνια και εξαντλητική πορεία τους στην ευρωπαϊκή σκέψη κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Άλλοτε χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν την τέχνη, άλλοτε το πρότυπο της συμπεριφοράς κλπ και ποτέ όλα αυτά μαζί.(2)
Ετυμολογικά, το ρήμα εκπολιτίζω και η μετοχή του πολιτισμένος προέρχονται από την λατινική λέξη civis (πολίτης) όπως αυτή ενσωματώνεται στα γαλλικά και αγγλικά (civilize – civilized και civilizer – civilizè) τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα όταν χρησιμοποιούνται από την αυλική αριστοκρατία, αυτές και το παράγωγό τους civility / civilitè, για να περιγράψουν τα δικά τους πρότυπα συμπεριφοράς (λ.χ. λεπτότητα, αβροφροσύνη κλπ).
Η λέξη κουλτούρα προέρχεται από τη λατινική, επίσης, λέξη cultura η οποία αναφέρεται στην καλλιέργεια της γης. Ο πρώτος που της έδωσε τη μεταφορική σημασία στην οποίαν αναφερόμαστε εδώ ήταν ο Κικέρων κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα όταν αναφέρθηκε στην καλλιέργεια της ψυχής (cultura animi). Αργότερα κατά την τελευταία περίοδο της Αναγέννησης εισήχθη και ο όρος cultura intellecti (καλλιέργεια του πνεύματος). Η ερμηνεία αυτή ήταν που ενσωματώθηκε στην αγγλική και γαλλική γραμματεία κατά τον 18ο αιώνα.
_______________________________
(1) Εισαγωγή στην έννοια του Πολιτισμού, 1999, σ. 25
(2) Ό.Π.
Παράλληλα στη Γερμανία η κουλτούρα (kultur) βρίσκεται στον αντίποδα του πολιτισμού (zivilisation). Αναλυτικότερα: Η εγκύκλιος παιδεία, η μόρφωση, η αρετή όπως αυτή προκύπτει από μακροχρόνια και επίπονη παιδευτική διαδικασία, αντιπαρατίθεται στην επιτήδευση των καλών τρόπων και την μη ουσιαστική ευγένεια.
Εύκολα μπορεί κανείς να διαγνώσει μία υποβόσκουσα αναφορά στην θεμελιακή κοινωνική αλλαγή που συντελείται ταυτόχρονα: την άνοδο της αστικής τάξης που στον αγώνα της για επικράτηση προβάλλει την υπεροχή της και καταδικάζει απερίφραστα τον μιμητισμό των εκλεπτυσμένων γερμανών που μιμούνται το γαλλικό savoir vivre (ήταν δηλαδή πολιτισμένοι) και προβάλλει τη δική της αλήθεια που δεν βρίσκεται αλλού παρά στην πραγματική παιδεία και γνώση. Προς επίρρωση, στα 1758 ο Marquis de Mirabeau επιχειρεί να προσδιορίσει το ουσιαστικό νόημα του πολιτισμού: «Εάν ρωτούσα τους περισσότερους σε τι συνίσταται ο πολιτισμός θα μου απαντούσαν ότι ο πολιτισμός ενός λαού είναι η εξημέρωση των ηθών του, οι κομψοί τρόποι των ανθρώπων της πόλης, η ευγένεια και οι γνώσεις που έχουν διαδοθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε οι κανόνες της κοσμιότητας να είναι παρόντες και να επέχουν θέση διεξοδικού νόμου. Όλα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν για μένα παρά το προσωπείο της αρετής και όχι το πρόσωπό της. Και ο πολιτισμός δεν κάνει τίποτα για την κοινωνία αν δεν της δίνει ουσία και την μορφή της αρετής».(3) Παράλληλα ο πολιτισμός και η κουλτούρα εδώ (στη Γερμανία) διαφοροποιούνται και ποιοτικά: Ο πολιτισμός περιλαμβάνει τα τεχνικά και επιστημονικά επιτεύγματα των κοινωνιών ενώ ο όρος κουλτούρα περιλαμβάνει τα αξιακά συστήματα και την πνευματική δημιουργία. Γίνεται δηλαδή διαχωρισμός της ανθρώπινης σκέψης, βασισμένος στα αποτελέσματά της.
Παράλληλα οι συγγραφείς της «Εγκυκλοπαίδειας» (1751 – 1752), στηριζόμενοι στην πεποίθηση ότι ο Ορθός Λόγος είναι έμφυτος σε όλους τους ανθρώπους, διατύπωναν τη θέση ότι υφίσταται πορεία της κοινωνίας προς την τελειοποίηση. Έτσι απέρριπταν την πεποίθηση πως υπάρχει ήδη μια κατακτημένη κορυφή (το ευρωπαϊκό πολιτισμικό κεκτημένο της εποχής) μια που ο πολιτισμός δεν ήταν κατάσταση αλλά διαδικασία. Στη βάση της διαδικασίας αυτής τοποθετούσαν την παιδεία και την επιστημονική γνώση. Επί πλέον ο πολιτισμός δεν ήταν πλέον ατομική υπόθεση (όπως οι καλοί τρόποι) αλλά κοινωνική. Και σε αυτή την προσέγγιση είναι εμφανείς οι επιρροές του Διαφωτισμού που αμφισβητεί την απολυταρχία και επιδιώκει την, επί το δημοκρατικότερο, κοινωνική αλλαγή.
Οι απόψεις αυτές είχαν να αντιπαρατεθούν με αυτές των γάλλων συγγραφέων του 17ου αιώνα που ήθελαν να υπάρχει μια δομημένη και συγκροτημένη ιεράρχηση των λαών με βάση τα πολιτισμικά τους επιτεύγματα. Έτσι στη βάση της ιεράρχησης αυτής υπήρχαν οι άγριοι, στη μέση οι βάρβαροι και στην κορυφή οι πολιτισμένοι.
____________________________________
(3) Elias N., 1997, σελ. 110
(4) Febvre L., 1998, σελ. 160-190
Τον 19ο αιώνα οι θέσεις των Διαφωτιστών (περί εξελικτικής διαδικασίας) αλλά και των γάλλων συγγραφέων του 17ου αιώνα (περί κεκτημένης κορυφής και σαφούς ιεράρχησης στον πολιτισμό), επιβίωναν και έτσι εξακολουθούσε να υπάρχει η αντίληψη ότι η ανθρωπότητα πορεύεται από την αγριότητα προς την τελείωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η ιδέα αυτή συνοψίζεται στον όρο «εξελικτισμός». Η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι οι Διαφωτιστές απέρριπταν την ιδέα της Ευρώπης ως υπόδειγμα πολιτισμικής τελείωσης και στη θέση της τοποθετούσαν μια μελλοντική, ιδανική κοινωνία. Αργότερα ωστόσο, η ευρωπαϊκή διανόηση, κινούμενη από την αλαζονική και αυτάρεσκη θέση της υποβάθμισε εκ νέου την πολιτισμική διαδικασία σε κατάσταση. Η κατάσταση αυτή ουσιωνόταν στο ευρωπαϊκό πολιτισμικό κεκτημένο και οι φορείς του ανέλαβαν το χρέος να μεταλαμπαδεύσουν τον τελειωμένο αυτόν πολιτισμό προς τα έξω.
Την ίδια εποχή καθιερώθηκε ευρύτατα και άλλη μια ερμηνευτική διαφοροποίηση ανάμεσα στον πολιτισμό και την κουλτούρα. Η διαφοροποίηση αυτή αφορούσε στην ερμηνεία της κουλτούρας ως συνόλου των πνευματικών επιτευγμάτων και του πολιτισμού ως συνόλου των τεχνικών - τεχνολογικών. Τη διαφοροποίηση αυτή την διατύπωσε και την επέκτεινε επαρκέστατα ο Alfred Weber: «Πρόκειται για διάζευξη ανάμεσα στην κουλτούρα, όλα δηλαδή εκείνα τα στοιχεία που διακρίνουν μια συγκεκριμένη κοινότητα – όπως είναι οι αξίες, η γλώσσα τα έθιμα, η παράδοση κλπ – και τον πολιτισμό, όλα δηλαδή εκείνα τα υλικά, τεχνικά, επιστημονικά στοιχεία που μπορούν να διαδοθούν μεταξύ πολλών διαφορετικών κοινοτήτων». Με την τεχνολογική πρόοδο και την άνθηση της βιομηχανίας κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά και λόγω της εκτεταμένης αποικιοκρατικής πολιτικής των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, βελτιώνεται η δυνατότητα επικοινωνίας με τους άλλους λαούς και γνωριμίας με τον πολιτισμό και τα επιτεύγματά τους. Η τάση αυτή εκφράζεται και με τους ιμπρεσιονιστές που ανακαλύπτουν και αξιοποιούν αναλόγως τις παραδοσιακές εικαστικές τέχνες ιδίως της Άπω Ανατολής. Έτσι αρχίζει πλέον να διαδίδεται και να επικρατεί η ιδέα ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο πολιτισμικό πανανθρώπινο πρότυπο παγκόσμιας αποδοχής που να νομιμοποιεί προσπάθειες «εκπολιτισμού» ή «εκσυγχρονισμού».
Αργότερα εμφανίστηκε το φαινόμενο της διαφοροποίησης των εννοιών της κουλτούρας και του πολιτισμού – από ορισμένους κοινωνιολόγους – με τη χρησιμοποίηση ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων. Έτσι μια κουλτούρα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πολιτισμένη» ή μη. Ουσιαστικά επανερχόταν η ιδέα του 19ου αιώνα περί τελείωσης του ευρωπαϊκού πολιτισμικού κεκτημένου και συνακόλουθα η αναγκαιότητα ύπαρξης της διαδικασίας «εκπολιτισμού». Με άλλα λόγια η προσπάθεια παγκόσμιας καθιέρωσης του πολιτισμικού προτύπου της Ευρώπης. Η «πολιτισμένη» κουλτούρα, για τους διανοητές αυτούς, περιελάμβανε εκτός της γραφής, της επιστήμης και της τεχνολογίας και την «συνάθροιση μεγάλων πληθυσμών στις πόλεις, τη διαφοροποίηση των παραγωγών του πρωτογενούς τομέα από τους πλήρους απασχόλησης εξειδικευμένους βιοτέχνες, τους εμπόρους, τους αξιωματούχους, τους ιερείς και τους κυβερνήτες, την συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας κλπ».(6)
__________________________________
(5) Weber A., 1998, σ.191-215
Έτσι η ιδέα της μοναδικότητας και της αυτόνομης αξίας της κάθε κουλτούρας έχει να αντιπαρατεθεί με δύο στοιχεία που την αντιμάχονται και έχουν έντονα κοινωνικό χαρακτήρα και συμποσούνται στην επιχειρούμενη αποδοχή της υπεροχής του ευρωπαϊκού και αστικού πολιτισμού.
Κοινωνικού χαρακτήρα θα είναι και οι παράγοντες που θα αναθεωρήσουν τις προηγούμενες ιδέες. Κατ’ αρχάς η λήξη – για τις περισσότερες αποικίες – του αποικιοκρατικού καθεστώτος κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Νέα κράτη δημιουργούνται τα οποία μετέρχονται διαφόρων μεθόδων για να ανασυγκροτήσουν τις απαρχαιωμένες – λόγω αποικιοκρατίας - δομές τους, προβάλλοντας την πολιτισμική τους ταυτότητα ως μέσον ανάδειξης της οντότητάς τους και ανατρέποντας de facto το μύθο περί μιας και μόνον ιδέας για τον πολιτισμό. Ο όρος «Παγκόσμια Πολιτισμική Κληρονομιά» εμπεριέχει την ευόδωση των προσπαθειών των κρατών αυτών, αν όχι απόλυτα, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό. Έτσι επαληθεύεται η άποψη του Michel de Montaigne ο οποίος ήδη από το 1580 έγραφε πως: «τίποτε το άγριο δεν υπάρχει στους λαούς αυτούς, εκτός από το ο καθένας ονομάζει βαρβαρότητα ο, τι είναι έξω από τις συνήθειές του». Συνέχιζε δε, θέλοντας να αντιπαραθέσει στον αλαζονικό ευρωπαϊκό πολιτισμό τη θεμελιακή αρχή του πολιτισμικού σχετικισμού: «πραγματικά φαίνεται πως δεν έχουμε άλλο κριτήριο για την αλήθεια και την λογική παρά το παράδειγμα και την εικόνα των αντιλήψεων και των συνηθειών του τόπου όπου βρισκόμαστε. Εκεί είναι πάντα η τέλεια θρησκεία, το τέλειο πολίτευμα, ο τέλειος και άψογος τρόπος να γίνεται το κάθε τι».(7)
Σήμερα είναι πλέον ευρύτατα διαδεδομένη και αποδεκτή η θέση πως «σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία υπάρχουν δίκτυα αξιών και τρόπων σκέψης, εθίμων και προτύπων συμπεριφοράς τα οποία προσδιορίζουν τον τρόπο ζωής και τον κόσμο στον οποίο οι άνδρες και οι γυναίκες δρουν, αποφασίζουν και λύνουν προβλήματα, εξασφαλίζουν την τροφή, την ένδυση, τη στέγη και οποιαδήποτε αγαθά και υπηρεσίες χρειάζονται. Συνεπώς κάθε κοινωνία στο χρόνο και το χώρο διαθέτει το δικό της διακριτό πολιτισμό, έτσι ώστε τα μέλη της να συμπεριφέρονται διαφορετικά σε ορισμένα σημαντικά πεδία μελέτης, από τα μέλη οποιασδήποτε άλλης κοινωνίας».(8)
Δεχόμαστε επίσης ότι η έννοια του πολιτισμού και/ή της κουλτούρας περιλαμβάνει όλα τα νοητικά συστήματα όπως είναι η τέχνη, η τεχνολογία αλλά και οι προτυπικές συμπεριφορές, οι παραδόσεις, το δίκαιο κλπ. Στην έννοια του πολιτισμού περιέχονται και οι πρακτικές των ανθρώπων οι οποίες πηγάζουν από τη νοητική επεξεργασία που συντελείται από τους ανθρώπους ακόμα και αν στην πραγμάτωσή τους αυτές βρίσκονται σε αντιδιαστολή με την προηγηθείσα επεξεργασία. Έχει επικρατήσει δηλαδή η άποψη του άγγλου ανθρωπολόγου Edward Burnett Tylor που θέλει τον πολιτισμό (και σε αντίθεση με την παραπάνω άποψη της γερμανικής διανόησης) να είναι: «…με την πλατιά εθνογραφική έννοια, το σύνθετο εκείνο όλον που περιλαμβάνει τη γνώση, τις πεποιθήσεις, την τέχνη, την ηθική, το νόμο, την εθιμική πρακτική καθώς επίσης και άλλες δεξιότητες και συνήθειες που έχουν αποκτηθεί από τον άνθρωπο ως μέλος της κοινωνίας».(9)
_________________________________
(6) Childe V., 1951, σ. 124-132
(7) Montaigne M. de, 1982, σ.35-43
(8) Urevbu A., 1997-1998, σ. 23-29
Παράλληλα φαίνεται αρκετά πειστική η προσέγγιση από πλευράς του ιστορικού υλισμού η οποία θέλει τον τρόπο παραγωγής των υλικών αγαθών να αποτελεί τη βάση όλης της πνευματικής και κοινωνικής ζωής των κοινωνιών άρα και του πολιτισμού που αυτές παράγουν. Αυτό φαίνεται λογικό αφού η κουλτούρα / πολιτισμός δεν αποτελεί αντανάκλαση μιας παγιωμένης κοινωνικής δομής αλλά συμμετέχει άμεσα στη διαμόρφωση και πηγάζει από την κοινωνική πραγματικότητα. Δηλαδή με βάση αυτή την κοινωνικοοικονομική προσέγγιση δεχόμαστε πως το πολιτισμικό παραγόμενο αναφέρεται, διατρέχει και εκφράζεται σε όλα τα επίπεδα ζωής των ανθρώπων άρα και σε ο, τι αφορά την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη των ανθρώπινων ομάδων. Η διαφορά εδώ έγκειται στο ότι η παραγωγή των αγαθών θεωρείται αίτιο - και παράλληλα αιτιατό - παραγωγής πολιτισμού και έτσι καθίσταται πρωταρχικός παράγοντας της ανθρώπινης ζωής.
Αν αποδεχθούμε ως αληθή την παραπάνω προσέγγιση πλησιάζουμε στην ερμηνεία – τουλάχιστον σε επίπεδο αρχών – του φαινομένου της διεθνοποίησης της κουλτούρας / πολιτισμού ή, λιγότερο κομψά, του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού. Οι άνθρωποι σήμερα βιώνουν μία άνευ προηγουμένου προσπάθεια επιβολής συγκεκριμένων πολιτισμικών προτύπων εξ Εσπερίας, επιβολή που αξιοποιεί στο έπακρο την τεχνολογία δια των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Έτσι όμως κινδυνεύει να επέλθει ο εκδυτικισμός, η απώλεια της ιδιαίτερης ταυτότητας και οι διάφοροι θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί που λειτουργώντας αμυντικά στρέφονται προς τη συνολική απόρριψη κάθε έννοιας προόδου. Ο Baudrillard αναφέρει: « Ο ιμπεριαλισμός άλλαξε πρόσωπο. Αυτό που στο εξής η Δύση θέλει να επιβάλλει σε όλο τον κόσμο, υπό το προκάλυμμα του οικουμενικού, δεν είναι οι αξίες της αλλά η απουσία αξιών της».(10) Επαυξάνοντας θα αναφέραμε ότι α) ότι αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα δεν είναι η έλλειψη αξιών αλλά το ότι από το δυτικότροπο αξιακό σύστημα απουσιάζουν φωναχτά οι αξίες που ανάγονται στο ηθικό και πνευματικό πεδίο και β) ότι ο πολιτισμικός αυτός ιμπεριαλισμός ουσιώνεται δια της μαζικής κουλτούρας.
Η μαζική κουλτούρα πέραν του ρόλου της ως φορέα του δυτικότροπου πολιτισμικού μοντέλου χαρακτηρίζεται και από την ιδιότητά της ως κουλτούρας των πολλών που την διαφοροποιεί από την «υψηλή κουλτούρα» που παράγεται και καταναλώνεται από τα ανώτερα, αστικά, υψηλά κοινωνικά στρώματα. Διαφοροποιείται δηλαδή ταξικά η παραγωγή πολιτισμού, κάτι που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό είναι σήμερα ορατό. Η ένσταση εστιάζεται αφενός στο αν αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει και αφετέρου στο αν η διαφοροποίηση αυτή είναι τεχνητή ή πραγματική. Ο ίδιος ο εμπορευματικός χαρακτήρας της μαζικής κουλτούρας μπορεί να χαρακτηρίσει τη διαφοροποίηση αυτή τεχνητή. Αν αναγάγουμε τις έννοιες υψηλή/μαζική κουλτούρα στις έννοιες υψηλή/μαζική _________________________________
(9) Tylor E., 1895,
(10) Braudrillard J., 2002
τέχνη θα διαπιστώσουμε πως α) είναι ασαφή τα όρια ανάμεσα τους και πάντως η αξιολόγηση είναι υποκειμενική και β) πως σε ένα κοινωνικό σύστημα με δημοκρατικό χαρακτήρα όπου οι ευκαιρίες για παιδεία δεν έχουν ταξικό αντίστοιχο η τέχνη -υψηλή ή μαζική- είναι προσιτή σε όλους.
Όπως προκύπτει από την επιχειρούμενη πολιτισμική ομογενοποίηση υφίσταται το δίπολο υψηλή / μαζική κουλτούρα. Παραλείπεται ο ουσιώδης αν όχι ο ουσιωδέστερος τρίτος πόλος: η παράδοση της κάθε κοινωνικής ομάδας, ο λαϊκός πολιτισμός της. Η επισήμανση αυτή δεν σημαίνει, κατ’ ανάγκην, ότι ο λαϊκός πολιτισμός διαφοροποιείται από την υψηλή ή και την μαζική κουλτούρα. Τονίζεται απλώς ότι ο πολιτισμικός ιμπεριαλισμός τείνει να υποβαθμίζει την λαϊκή παραδοσιακή δημιουργία διότι θέλει να επιβάλλει τη μαζική για (κοινωνικοοικονομικούς λόγους) και την υψηλή (για να δηλώσει την υπεροχή του). Έτσι η δυτικότροπη ιδεολογία που φαίνεται ότι επικρατεί σήμερα παγκοσμίως αντιστρατεύεται τα ιδεώδη, τις αξίες και το σύνολο των ιδιαίτερων πολιτισμικών παραγομένων και όταν αδυνατεί να επιτύχει την υποβάθμισή τους τα ενθυλακώνει και τα εμπορεύεται ξεχνώντας ότι η αγορά είναι μέρος του πολιτισμού και όχι ο πολιτισμός μέρος της αγοράς.
2.1.2 ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο Raymond Williams το 1993 προσεγγίζει το θέμα του ορισμού του πολιτισμού συμπεριλαμβάνοντας σε αυτόν τη μαζική, την «υψηλή» κουλτούρα αλλά και την παράδοση: «…ο πολιτισμός είναι ένας συνολικός τρόπος ζωής, ο οποίος ως εκ τούτου περιλαμβάνει την παράδοση και την καινοτομία, την επίσημη “υψηλή τέχνη” αλλά και τη δημοφιλή (pop) μαζική κουλτούρα, το συλλογικό ήθος ή έθιμο αλλά και την προσωπική ιδιόρρυθμη έκφραση και τη δημιουργία».(11)
Τι είναι όμως ο παραδοσιακός πολιτισμός/κουλτούρα που προβάλλει ως ουσιώδης αντίποδας του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού; Ο παραδοσιακός πολιτισμός συντάσσεται απαραιτήτως με μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα αναφοράς. Αναφερόμενοι λοιπόν στον παραδοσιακό πολιτισμό θα πρέπει να εξετάσουμε κατ’ αρχάς τις κοινωνικές συνθήκες που αποτελούν αίτιο και παράλληλα αιτιατό του. Να εντοπίσουμε δηλαδή τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιστούν μια κοινωνική ομάδα «παραδοσιακή». Το πρώτο έγκειται στο χωρικό και ποσοτικό μέγεθος της ομάδας. Όταν αναφερόμαστε σε μια παραδοσιακή κοινωνική ομάδα αναφερόμαστε σε μια ομάδα πεπερασμένου και εύκολα μετρήσιμου χωρικού και πληθυσμιακού μεγέθους. Το δεύτερο είναι αυτό που έχει να κάνει με τα συστατικά, ποιοτικά κοινωνικά χαρακτηριστικά της ομάδας αυτής. Αναφερόμαστε στο χαρακτηριστικό της κοινότητας (Βλ. ενότητα περί ταυτοτήτων). Επί πλέον στην παραδοσιακή κοινωνική ομάδα οι ταξικές διαφορές είναι αμβλυμμένες και η κοινωνική κινητικότητα είναι δυνατή για το κάθε μέλος και πάντως στα ανθρώπινα μέτρα. Ο παραδοσιακός πολιτισμός είναι αυτός που, κατ’ εξοχήν, «δημιουργεί και οργανώνει μια κοινωνική σφαίρα γύρω από τον άνθρωπο, η οποία είναι τόσο απαραίτητη για την ύπαρξη κοινωνικής ζωής,
__________________________
(11) Williams R., 1993, σ. 5-14
όσο απαραίτητη είναι η βιόσφαιρα για την ύπαρξη οργανικής ζωής».(12) Στην παραδοσιακή κοινωνία τα παραγωγικά μέσα περιορίζονται στα ανθρώπινα χέρια και τις απλές μηχανές (στην εξυπηρέτηση της ανάγκης για αυτάρκεια) ενώ η άμεση εξάρτηση από τους πόρους οδηγεί στην αυτόματη προστασία τους. Η οικονομία της χαρακτηρίζεται από έντονη τοπικότητα και γι’ αυτό πολλές φορές χρησιμοποιείται η απ’ ευθείας ανταλλαγή προϊόντων. Δεν θα πρέπει να παραληφθεί το χαρακτηριστικό της άσκησης κοινωνικού ελέγχου ως ουσιώδης παράμετρος της κοινωνικής ζωής σε μια παραδοσιακή κοινότητα. Μέσω αυτού εμπεδώνεται η έννοια της κοινότητας (αλλιώς: η σημαντικότητα του κάθε μέλους) αλλά και παράγεται το θεσμικό και εθιμικό πλαίσιο αξιών του συστήματος.
Ανατρέχοντας στον όρο «παραδοσιακός» είναι φανερό ότι αναφερόμαστε σε μια κοινωνική ομάδα του παρελθόντος της οποίας το πολιτισμικό παραγόμενο πέρασε από γενιά σε γενιά ως τις μέρες μας. Ο Δημήτρης Λέκκας ορίζει μια πολιτισμική ταυτότητα ως παραδοσιακή «…μια ταυτότητα που έχει παρόν, άμεσα κληρονόμους, και που είναι μακρόβια, αριθμώντας ήδη τουλάχιστον τρεις γενιές (έναν αιώνα) έως σήμερα…».(13) Βέβαια η παραδοσιακή κοινωνία, όπως και κάθε κοινωνία, δεν μπορεί να οριστεί ως αυθύπαρκτη οντότητα που λειτουργεί ανεξάρτητα από τα άτομα που την απαρτίζουν. Το ειδοποιό χαρακτηριστικό της είναι το αντίθετο ακριβώς: Είναι ένα δυναμικό σύστημα που ζει, μεταβάλλεται, εξελίσσεται επειδή τα συνιστώντα μέλη του, μέσω της συλλογικότητας και της συντροφικότητας, του το επιβάλλουν. Αυτό με τη σειρά του τα ανατροφοδοτεί με αρχές και αξίες που επικυρώνονται με βάση τις αλληλεπιδράσεις και αλληλεξαρτήσεις ανάμεσά τους.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί πως η αντίληψη της παράδοσης δεν θα πρέπει να συσχετιστεί άμεσα με κάποια συγκεκριμένη καταγωγή αλλά με μια μορφή ανθρώπινης δημιουργίας που αξιοποιεί ορισμένες υφολογικές και αξιολογικές σταθερές που διαμορφώθηκαν παλαιότερα και κατόρθωσαν να διατηρηθούν στο χρόνο επιβεβαιώνοντας το διαχρονικό χαρακτήρα των παραδοσιακών φαινομένων.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά συνιστούν μια παραδοσιακή ταυτότητα. Στην ενότητα που ακολουθεί κρίνεται σκόπιμο να προσεγγιστεί η έννοια της ταυτότητας και ειδικότερα της παραδοσιακής.
____________________________________
(12) Lotman J. – Ouspenski B., 1984, σ. 105
(13) Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, 2003, σ. 150
2.1.3 ΠΕΡΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ
Κάθε ταυτότητα είναι ένα σύνολο κοινών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Στα στοιχεία αυτά συμπεριλαμβάνονται η κεντρική ιδέα της κοινότητας, τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της και γενικά όλα αυτά που την κάνουν να ξεχωρίζει από κάποια άλλη, να βοηθά τα μέλη της να αναγνωρίζονται μεταξύ τους και τέλος να της παρέχουν το κοινά παραδεκτό εσωτερικό σύστημα ιεράρχησης.
Τις ταυτότητες η σχετική γραμματεία τις διαχωρίζει σε τρεις κατηγορίες:
Α) Την πραγματική
Β) Τη φαντασιακή και
Γ) Τη συμβολική
Μια πραγματική ταυτότητα είναι ένα σύνολο ανθρώπων με σαφή, απόλυτα συγκροτημένα ειδοποιά χαρακτηριστικά (π.χ. οι έχοντες ελληνική υπηκοότητα). Μία φαντασιακή ταυτότητα είναι το ειδοποιό (μια που κάθε κοινωνική ομάδα έχει τα δικά της φαντασιακά πρότυπα που τη βοηθούν να υπάρχει ως ξεχωριστή οντότητα) χαρακτηριστικό μιας ομάδας ανθρώπων που τείνει να αποτελέσει το γνώρισμα εκείνο που θα συγκροτήσει μια άτυπη πραγματική ταυτότητα (π.χ. η ιδέα του έθνους). Συμβολική ταυτότητα είναι αυτή που ενδύεται κάποιος για να τη χρησιμοποιήσει ή για κοινοποίηση της φαντασιακής του ταυτότητας ή ως αναγνωριστικό σημείο μεταξύ των υπολοίπων μελών της ταυτότητας.
Με βάση τα παραπάνω θα πρέπει να καταλήξουμε στο ότι η πολιτισμική ταυτότητα αποτελεί υποσύνολο της κατηγορίας των φαντασιακών ταυτοτήτων. Συμποσούται μάλιστα από τη δυαδικότητα του ανήκειν ή μη στο πολιτισμικό σύστημα που την προσδιορίζει. Σε ατομικό επίπεδο εκδηλώνεται ως προσχώρηση – αποχώρηση ενώ στο συλλογικό επίπεδο ως αποδοχή και ενσωμάτωση ή απόρριψη και αποβολή.
Όπως είναι φανερό η μόνη πρόσβαση που έχουμε στην φαντασιακή (άρα και στην πολιτισμική) ταυτότητα είναι η συμβολική. Ο μόνος τρόπος δηλαδή για να διαγνώσουμε, να εκδηλώσουμε και να αναγνωρίσουμε την πολιτισμική ταυτότητα είναι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, όπως η ενδυμασία, η γλώσσα κλπ. Στο βαθμό που αυτά συμπίπτουν αποδεικνύεται το συνανήκειν.
Επειδή η πολιτισμική ταυτότητα πηγάζει από το κοινωνικό σύστημα αναφοράς και επειδή αυτό συνεχώς εξελίσσεται μπορεί με ασφάλεια να γίνει η συνεπαγωγή πως και η πολιτισμική ταυτότητα δεν είναι στατική αλλά ένα δυναμικό σύστημα νοημάτων, αξιών και ιδεών που πηγάζει από τα μέλη της κοινότητας αλλά και τα καθορίζει. Θα έλεγε κανείς πως είναι μια διαδικασία αέναης ανατροφοδότησης. Δεν είναι δεδομένη κληρονομιά (που σαν τέτοια μπορεί να έχει μουσειακό χαρακτήρα) αλλά σχέση ανάμεσα στα μέλη και το κοινωνικό σύστημα που τα εμπεριέχει.
Τίθεται θέμα του κατά πόσον μια πολιτισμική ταυτότητα μπορεί να συμπίπτει με το σύνολο των ατομικών φαντασιακών ταυτοτήτων των μελών της. Η απάντηση είναι ότι τέτοιο θέμα ουδόλως τίθεται αφού η πολιτισμική ταυτότητα νοείται μόνον ως υπερδομή. Αναφορικά με τις σχέσεις του ατόμου με την κοινότητά του θα πρέπει να επισημανθούν τα παρακάτω: Τα ειδοποιά χαρακτηριστικά κάθε κοινότητας εγχαράσσονται στην προσωπικότητα του ατόμου – μέλους της και όπως προαναφέρθηκε συνιστούν τη συμβολική του ταυτότητα. Η διαδικασία αυτή ονομάστηκε πολιτισμικός εθισμός και ανάγεται στη συλλογική μνήμη των ατόμων όπως αυτή ουσιώνεται τόσο στα εξωτερικά γνωρίσματα όσο και σε επίπεδο αξιών. Ο πολιτισμικός εθισμός με άλλα λόγια ανάγεται στην κάθε παράδοση της κάθε κοινωνικής ομάδας. Η παράδοση δηλαδή συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία προσδιορισμού του ειδοποιού στοιχείου της κοινότητας και αναζητά στο παρελθόν την τεκμηρίωση της «αλήθειας» της αλλά και την συνέχειά της μέχρι σήμερα.
2.1.4 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΒΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η ελληνική παραδοσιακή ταυτότητα
Ο παραδοσιακός βίος στην Ελλάδα συνιστά ένα σύνολο παραδοσιακών ταυτοτήτων, με δεδομένο ότι υφίστανται σημαντικές διαφοροποιήσεις από τόπο σε τόπο, ορισμένα χαρακτηριστικά του οποίου αξίζει να επισημανθούν.
Από τη δημώδη λογοτεχνική παράδοση (αλλά και από τη νεοελληνική λογοτεχνία) εκφράζεται μία μορφή αντιστοιχίας των στοιχείων της φύσης με άλλα που ανάγονται στο πνευματικό. Για παράδειγμα αναφέρεται ο ανθρωπομορφισμός φυσικών στοιχείων με συγκεκριμένες αρετές που βασίζονται στις αξίες της ελληνικής παραδοσιακής κοινότητας. Η φύση θεωρείται θεϊκό έργο και ως τέτοιο είναι φορτισμένη με στοιχεία ιερότητας που με τη σειρά τους διαμορφώνουν το αξιακό σύστημα της κοινότητας. Επεκτείνοντας μπορούμε να πούμε ότι η Φύση είναι η πηγή όλων των αξιών. Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει έτσι εκλεκτικές συγγένειες της δημώδους λογοτεχνίας με τον Πλατωνικό «κόσμο των ιδεών». Η σχέση αυτή των ιδεών και των αξιών με τη φύση και τα στοιχεία της είναι καθοριστική για τη σχέση της παραδοσιακής κοινότητας με τη φύση που έτσι αποκλείει κάθε ανταγωνιστική, κατακτητική ή εκμεταλλευτική σχέση του παραδοσιακού ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον του.
Το κοινωνικό περιβάλλον της παραδοσιακής ελληνικής κοινότητας λειτουργεί στα ανθρώπινα μέτρα. Η έννοια της σημαντικότητας μεταξύ των μελών της κοινότητας αλλά και η ανταγωνιστικές σχέσεις τους είναι χαρακτηριστικές. Όπως προαναφέρθηκε το συμπεριφορικό πρότυπο της κοινότητας διαμορφώνεται από κοινού από όλα τα μέλη της. Η διαδικασία άσκησης του κοινωνικού ελέγχου έρχεται να επιβεβαιώσει το πρότυπο αυτό αλλά και να αποτρέψει αποκλίνουσες συμπεριφορές. Έτσι δημιουργούνται πιέσεις, σύμφυτες με την κοινωνικότητα, και αναζητούνται διέξοδοι – ασφαλιστικές δικλείδες εκτόνωσης. Το ρόλο αυτό αναλαμβάνουν – μεταξύ άλλων - οι κοινωνικές εκδηλώσεις όπου τα μέλη της κοινότητας έχουν τη δυνατότητα της μερικής έστω απόκλισης. Παράλληλα οι εκδηλώσεις αυτές λειτουργούν και ως μηχανισμοί επιβεβαίωσης της κοινότητας. Οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί, στην πλειονότητά τους, χορεύονται κυκλικά, συμβολίζοντας την ομαδικότητα αλλά και διαμορφώνοντας τον πρωταρχικό αμυντικό σχηματισμό, αυτόν του κύκλου. Η ελαστικότητα και η ανεκτικότητα του συστήματος γίνεται πράξη με τον πρώτο του χορού που έχει τη νόμιμη δυνατότητα να προβάλλει την ατομικότητά του και να υπερβεί το κοινοτικό χορευτικό μέτρο.
Αντλώντας στοιχεία από την ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική μπορούμε να μάθουμε περισσότερα για το πώς το δομημένο περιβάλλον μπορεί να προσαρμοστεί στα ανθρώπινα μέτρα. Λόγω ακριβώς του κοινοτικού χαρακτήρα της ελληνικής παραδοσιακής κοινωνίας αλλά και της συνεργατικής της σχέσης με το φυσικό περιβάλλον, η αρχιτεκτονική της είναι προσανατολισμένη στην κάλυψη αναγκών και όχι στη δημιουργία ακίνητης περιουσίας. Η πολεοδόμηση χαρακτηρίζεται από τη φυσική οικονομία και συντελεί στο να επιβεβαιώνεται η αίσθηση της κοινότητας.
Ο σημαίνων ρόλος του άλλου μέλους της κοινότητας και η τάση για σύσταση ομάδας που παρατηρείται στις παραδοσιακές ελληνικές κοινότητες εκφράζεται και μέσα από την ύπαρξη τάσεων διαφοροποίησης και υπεροχής έναντι άλλων – συνήθως κοντινών χωρικά – κοινοτήτων. Είναι σε όλους οικεία τα αντιθετικά δίπολα και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε, συχνά, όμορα χωριά ή και κοντινές ιδεολογικά φαντασιακές ταυτότητες.
Γεγονός παραμένει ότι ο ελληνισμός έχει εκδηλώσει με πολλούς τρόπους τη βούληση να διατηρήσει την πολιτισμική του φυσιογνωμία και μάλιστα σε αντιδιαστολή με το σύγχρονο δυτικό πολιτισμικό πρότυπο. Αυτό είναι λογικό αν αναλογιστεί κανείς πως ο πολιτισμός της κάθε κοινωνίας ή κοινωνικής ομάδας πηγάζει και ορίζεται από τη συλλογική μνήμη και συνείδηση των μελών της και έτσι μόνο μπορεί να αξιολογηθεί.(14) Στον ελλαδικό χώρο η συλλογική μνήμη έχει τροφοδοτηθεί για περισσότερο χρόνο και με το μεγαλύτερο πλήθος επιρροών από τα περισσότερα μέρη του κόσμου δημιουργώντας ένα ευρύτατο πολιτισμικό πλαίσιο που δεν άφησε ανεπηρέαστη την πολιτισμική εξέλιξη του υπόλοιπου κόσμου. Αυτή η αντίληψη βέβαια δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε απόψεις περί «υπεροχής» του ελληνικού πολιτισμού διότι έτσι δεν θα έχουμε κάνει τίποτε άλλο παρά να επαναλάβουμε ο, τι συνέβαινε με αυτούς που πρέσβευαν αλαζονικά την πολιτισμική τελείωση στον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Η Δωδεκάνησος ανέπτυξε τον πολιτισμό της εν πολλοίς εντεταγμένο στη γενικότερη ελλαδική πολιτισμική εξέλιξη. Ωστόσο υπήρξαν διαφοροποιήσεις λόγω της μεγάλης απόστασης από τα εκάστοτε εθνικά κέντρα αλλά και του νησιωτικού χαρακτήρα της. Δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί και η γειτνίασή της με την Μικρασιατική ενδοχώρα. Αυτό διότι οι επηρεασμοί από εκεί ήταν έντονοι και λόγω της προαναφερθείσας γειτνίασης και επειδή στο χώρο αυτό αναπτύχθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων εξαιρετική πολιτισμική παραγωγή. Τα ροδίτικα παραδοσιακά κεραμικά και κεντήματα επιβεβαιώνουν την επίδραση αυτή. Οι προαναφερθείσες επιρροές δεν αντιδιαστέλλονται με τις γενικότερες αξίες και ιδέες που αναπτύχθηκαν στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο αλλά αντιθέτως τις εμπλουτίζουν.
______________________________
(14) Καψωμένος Ε.Γ., 1993, σ. 10-13
2.1.5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Φάνηκε από τα παραπάνω πως μέσα από την ιστορική πορεία της διανόησης σχετικά με τον προσδιορισμό των εννοιών της κουλτούρας και του πολιτισμού προέκυψε το συμπέρασμα πως οι δύο αυτές έννοιες ταυτίζονται. Για επιβεβαίωση της θέσης αυτής αλλά και για έναν περιεκτικότερο προσδιορισμό της έννοιας του πολιτισμού θα αναφερθεί ορισμός του Andrew Urevbu: «Ο πολιτισμός είναι η χαρακτηριστική συμπεριφορά του homo sapiens μαζί με τα υλικά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως συμπληρωματικό μέρος αυτής της συμπεριφοράς».(15)
Δεχόμενοι τον παραπάνω ορισμό ως τον περιεκτικότερο και πιο σύγχρονο από όσους προαναφέρθηκαν αλλά και την ταυτοσημία των όρων πολιτισμός και κουλτούρας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποκαταστάθηκε, το αιτούμενο από την αρχή της ενότητας αυτής, κοινό πεδίο επικοινωνίας.
_____________________
(15) Urevbu A., 1997-1998, σ. 23-29
2.2 ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
2.2.1 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Είναι βέβαιο πως ο όρος «ανάπτυξη» έχει σχεδόν άπειρες ερμηνείες τόσο για την ουσία του όσο και για το πώς αυτή μπορεί να επιτευχθεί. Παρακάτω θα γίνει μια αναφορά στις ερμηνείες αυτές και στην ιστορική εξέλιξή τους προκειμένου να καταλήξουμε σε μια αποδεκτή ερμηνεία, όρου αναγκαίου για συνεννόηση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρξε ταύτιση των εννοιών της ανάπτυξης και της προόδου. Με αυτό δεδομένο δεχόμαστε ότι η έννοια της προόδου / ανάπτυξης ήταν προϊόν της δυτικής πολιτικής σκέψης κατά τον 17ο αιώνα και καλλιεργήθηκε από τον Διαφωτισμό κατά τον 18ο. Χαρακτηριστικά της αντίληψης αυτής περί προόδου επιβιώνουν ως τις μέρες μας. Αυτό φαίνεται διότι η έννοια της προόδου εξυμνήθηκε εξ ίσου και στον 20ο αιώνα με σαφή προσανατολισμό στην οικονομική της διάσταση. Η αύξηση των οικονομικών μεγεθών, η εκβιομηχάνιση, η εμπορευματοποίηση των πάντων και η αύξηση των κατά κεφαλήν εισοδημάτων ήταν και είναι οι αναπτυξιακοί δείκτες με βάση τους οποίους μια χώρα χαρακτηριζόταν και χαρακτηρίζεται αναπτυγμένη, καθυστερημένη ή υπανάπτυκτη. Παράλληλα οι μαρξιστές έβλεπαν την πρόοδο ως αναπότρεπτη τάση των κοινωνικών συστημάτων και υιοθετούσαν το μέτρο των υλικών αγαθών, της τεχνολογικής προόδου, της αύξησης των εισοδημάτων και της συνακόλουθης ανόδου του βιοτικού επιπέδου.
Αυτή η μονοδιάστατη ιδέα περί προόδου, ειδικά στον 20ο αιώνα, μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στην εκρηκτική οικονομική πρόοδο που συντελέστηκε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στις βιομηχανικές χώρες. Θεωρήθηκε τότε ότι και οι υπόλοιπες χώρες θα έπρεπε να ακολουθήσουν παρόμοιο αναπτυξιακό μοντέλο προκειμένου οι λαοί τους να προσεγγίσουν το βιοτικό επίπεδο των μεγάλων βιομηχανικών χωρών. Η θεώρηση αυτή δεν λάμβανε υπόψη της τις κατά τόπους ιδιαιτερότητες ούτε και τις παράπλευρες επιπτώσεις που μια τέτοιου είδους παγκόσμια ανάπτυξη μπορούσε να επιφέρει. Η περίοδος αυτή της ευδαιμονίας διήρκεσε περίπου 30 χρόνια (1945 –1975) από τη λήξη του 20ου μεγάλου πολέμου ως την πρώτη πετρελαϊκή κρίση. Στον ελλαδικό χώρο, ειδικότερα, η ιδέα αυτή υλοποιήθηκε με την μονόπλευρη ανάπτυξη ορισμένων κλάδων όπως η ναυτιλία και ο τουρισμός που στην προσπάθειά τους να εναρμονιστούν με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα ανάπτυξης δεν άφησαν περιθώρια για την εξέλιξη του πρωτογενούς τομέα με αποτέλεσμα οι έλληνες αγρότες ή να εμπλουτίσουν το μεταναστευτικό δυναμικό ή να μετοικήσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η λήξη της περιόδου αυτής σηματοδότησε την έναρξη μιας άλλης που αναζητούσε τις ποιοτικές παραμέτρους της ανάπτυξης. Το διεθνές δίκαιο πλέον αναγνώριζε το περιβάλλον (ανθρωπογενές και φυσικό) ως αξία απολύτως ισότιμη με την αξία της οικονομικής προόδου. Το 1987 με την έκθεση της επιτροπής Brundtland (World Commission of Environment and Development) εισάγεται για πρώτη φορά ο όρος sustainability (αειφορία κατά την πλέον αποδεκτή απόδοση στα ελληνικά). Στο κείμενο αυτό η αειφόρος ανάπτυξη οριζόταν ως «…η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των επόμενων γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες».(16) Στην ουσία του ορισμού αυτού ο καθηγητής του Ε.Μ.Π. Δ. Ρόκος εντοπίζει κενά τα οποία αναδεικνύει διερωτώμενος αν: «…η βιώσιμη ανάπτυξη θα αφορά όλους τους ανθρώπους σε κάθε χώρα και όλες τις ανάγκες τους; Ποιες είναι άραγε οι ανάγκες των ανθρώπων αυτών; Ποιοι παράγοντες ή φορείς τις καθορίζουν; Είναι ίδιες για κάθε πολιτισμό; Ποιες είναι οι ιεραρχήσεις ικανοποιήσεώς τους; Ποιος μπορεί να καθορίσει τις ανάγκες των επόμενων γενεών;»(17) Συμπληρώνει δε πως «…η έννοια της δυνατότητας αειφορίας όταν αναφέρεται στα μη ανανεώσιμα φυσικά διαθέσιμα (στο βαθμό που άδικα και αλόγιστα τα υπερκαταναλώνει αλλά δεν τα εξαντλεί), δεν μπορεί αντικειμενικά ούτε καν υποθετικά να διεκδικήσει με αξιώσεις στοιχείου θεμελίωσης μιας αξιόπιστης ολοκληρωμένης αναπτυξιακής διαδικασίας». Ο ίδιος αντιπροτείνει την έννοια της Αξιοβίωτης Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης εισάγοντας τον όρο Ολοκληρωμένη με τον οποίο θέλει να αναδείξει την αρμονική, ειρηνική με τη φύση και τον άνθρωπο συνεργατική σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης, τον πολιτισμό και τα αξιακά συστήματα, τα θεμελιακά δηλαδή συστατικά της πραγματικής ανάπτυξης. Μάλιστα αναγνωρίζει την πολιτισμική διάσταση της ανάπτυξης ως την ισχυρότερη των διαστάσεών της στο βαθμό που οι ανθρώπινοι πολιτισμοί είναι που διαμόρφωσαν πάντοτε την όποια ανάπτυξη. Τέλος, θεωρεί ότι θα πρέπει να είναι ολοκληρωμένη και πολυδιάστατη για να υπάρχει. Αλλιώς δεν υπάρχει.
Η βάση των απόψεων του Δ. Ρόκου, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, φαίνεται να αποτυπώνεται και στο ευρύτατα γνωστό κείμενο της Local Agenda 21 όπως αυτό προέκυψε μετά την Παγκόσμια Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στο Ρίο το 1992. Στο κείμενο αυτό η ανάπτυξη τίθεται σε ένα πλαίσιο αρχών που έχει να κάνει μεταξύ άλλων και με τους πολιτισμούς, το περιβάλλον τις κοινωνικές αναγκαιότητες (εξάλειψη αναλφαβητισμού και φτώχειας κλπ). Αναδείχθηκε έτσι η ανάγκη προσδιορισμού της ανάπτυξης ως μιας ισορροπίας σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, μεταξύ ανθρώπων και περιβάλλοντος, μεταξύ όλων των αναπτυξιακών παραγόντων. Στη διαδικασία αυτή ενσωματώνονται οι κάθε φορά κοινωνικές δυναμικές και μέσες κοινωνικές συνειδήσεις.
Σήμερα γίνεται όλο και περισσότερο κατανοητό από όλο και περισσότερους ανθρώπους ότι η ποσοτική αντίληψη για την ανάπτυξη έχει οδηγήσει σε αδιέξοδα τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε πλανητικό. Αδιέξοδα κοινωνικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα. Η περιβαλλοντική μάλιστα διάσταση της κρίσης αυτής θεωρήθηκε ως «η πεμπτουσία της κρίσης του καπιταλισμού» και πήρε προεκτάσεις ως κρίση πολιτισμού με την ευρύτερη σημασία του όρου που περιλαμβάνει το σύνολο των ιδεών και των αξιών που καθορίζουν τις κοινωνικές πρακτικές.
Απαιτείται πλέον να αναπτυχθεί έργω μια νέα αντίληψη περί ανάπτυξης τα χαρακτηριστικά της οποίας θα πηγάζουν από την κοινωνία που είναι και η μόνη επιφορτισμένη να τα κάνει πράξη. Μια κοινωνία που «…θα έδινε έμφαση στην ποιότητα αντί για την ποσότητα και θα αξιοποιούσε πολιτισμικές
_____________________
(16) W.C.E.D., 1987
(17) Ρόκος Δ., 1998
και άλλες ιδιαιτερότητές της με την ενεργοποίηση των πολιτών οι οποίοι θα πρέπει να συμμετέχουν και να ελέγχουν την αναπτυξιακή διαδικασία».(18) Με άλλα λόγια, πέραν της ανάδειξης της ποιότητας ως πρωτεύουσας ιδιότητας της ανάπτυξης θα πρέπει και τα οικονομικά ζητήματα να επανέλθουν υπό τον κοινωνικό έλεγχο. Αυτή παράμετρος της ανάπτυξης προϋποθέτει ενεργό συμμετοχή των πολιτών.
2.2.1α ΜΙΚΡΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η Παγκόσμια Διάσκεψη για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, Γιοχάνεσμπουργκ (26/8-04/9 2002) είναι η κατάληξη μιας σειράς διασκέψεων οι οποίες με αρχή τη Διάσκεψη της Στοκχόλμης για το Περιβάλλον το 1972 και τη Διάσκεψη για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, στο Ρίο της Βραζιλίας το 1992, εισήγαγαν την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης υποδηλώνει ότι η μακροχρόνια αποτελεσματική ανάπτυξη τόσο για τις αναπτυγμένες χώρες όσο και για τις αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να βασίζεται σε τρεις διακριτούς πυλώνες: την προστασία του περιβάλλοντος, την οικονομική ανάπτυξη, και την κοινωνική συνοχή, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η Διάσκεψη της Στοκχόλμης υπογράμμισε την σημασία του περιβάλλοντος, η Διάσκεψη του Ρίο συνέδεσε την προστασία του περιβάλλοντος με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη ενώ οι μεγάλες διασκέψεις των Ηνωμένων Εθνών (Major UN Conferences) που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ενσωμάτωσαν την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης στις δικές τους στρατηγικές και πολιτικές.
2.2.2 ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών που προαναφέρθηκε έχει άμεση σχέση με την τοπική ανάπτυξη. Ο όρος αυτός δεν αναφέρεται μόνον στα χωρικά όρια. Περιλαμβάνει και το σύνολο των δράσεων που γίνονται ή που υποστηρίζονται ενεργά από τον πληθυσμό της συγκεκριμένης περιοχής. Η τοπική ανάπτυξη είναι μια μορφή περιφερειακής ανάπτυξης στην οποία οι τοπικοί παράγοντες (φυσικά και νομικά πρόσωπα) αποτελούν τους βασικούς αναπτυξιακούς μοχλούς.(19) Είναι μια διαδικασία που οδηγεί ή τουλάχιστον σκοπεύει στη βελτίωση των συνθηκών ζωής μιας τοπικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Στη διαδικασία αυτή διακρίνονται τρεις διαστάσεις: Η οικονομική (όπου οι τοπικοί παράγοντες καλούνται να οργανωθούν σε ικανοποιητικό επίπεδο ώστε να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό), η κοινωνική - πολιτισμική (όπου οι αξίες αποτελούν το θεμελιώδες υπόβαθρο της ανάπτυξης) και η πολιτική – διοικητική (όπου οι διοικητικές δομές καλούνται να δράσουν υποστηρικτικά ώστε να βοηθήσουν στην ανάδειξη της τοπικής δυναμικής).(20)
____________________________________
(18) Chondorkoff D., σ.117-125
(19) Goffey J.W.-Polese M., 1985
Η τοπική ανάπτυξη υλοποιεί την αντίθετη από την «από πάνω προς τα κάτω» κατευθυνόμενη ανάπτυξη η οποία αφήνει ανεκμετάλλευτο το τοπικό δυναμικό μια που το σύνολο σχεδόν των πολιτικών που διαπνέονται από αυτήν έχουν μακροοικονομικό χαρακτήρα υποβαθμίζοντας την τοπικότητα. Με άλλα λόγια ασκούνται τομεακές ή κλαδικές πολιτικές με βάση το αντικείμενό τους ενώ θα χρειαζόταν μια προσέγγιση προσαρμοσμένη στα δυνατά και αδύνατα σημεία και ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου. Επίσης αυτή η προσέγγιση, σε μεγάλο βαθμό, και με δεδομένη την υποβάθμιση του τοπικού πολιτισμικού υποστρώματος, φαίνεται να προσανατολίζεται κυρίως στον οικονομικό τομέα γεγονός που την φέρνει σε πλήρη αντίθεση με τον ορισμό αλλά και την ουσία της τοπικής ανάπτυξης.
2.2.3 ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Τίθεται το ζήτημα της διευκρίνησης του βαθμού της εμπλοκής του πολιτισμού στην τοπική αναπτυξιακή διαδικασία. Ο βαθμός αυτός καθορίζεται από δύο παράγοντες: α) την ύπαρξη πολιτισμικού αποθέματος και β) τη διάθεση των τοπικών φορέων για την αναπτυξιακή αξιοποίησή του.
Η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία κατέχουν το 30% της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς σύμφωνα με το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού («ΥΠ.ΠΟ «Πολιτισμός και Απασχόληση 2000»). Ο πολιτισμός για τον ελλαδικό χώρο αποτελεί το κατ’ εξοχήν επικοινωνιακό μέσο για τη διεθνή προβολή της χώρας. Ο πολιτισμός σε όλες του τις διαστάσεις. Δεν είναι μόνον η αρχαία μας κληρονομιά, οι παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής ή τα δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Είναι και η ελληνική φαντασιακή ταυτότητα που απέκτησε την καλλιτεχνική και εικαστική της διάσταση με την κινηματογραφική ταινία με τίτλο «Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Είναι η ανάδειξη της κρητικής διατροφής ως της υγιεινότερης όλων, ακόμη και ο τρόπος διασκέδασης ή οι τρόποι μουσικής έκφρασης. Αυτός ακριβώς ο ολιστικός πολιτισμός που περιλαμβάνει τα πεδία των επιστημών των τεχνών, της ηθικής και των σχετικών θεσμών όπως πάντα αυτά συσχετίζονται και αλληλεπιδρούν με τις αξίες και τον τρόπο και τις σχέσεις παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης των υλικών αγαθών, χαρακτηρίζει σε κάθε περίοδο το επίπεδο ανάπτυξης μιας κοινωνίας.(21) Με άλλα λόγια είναι φανερό πως ο πολιτισμός είναι από τους κύριους συντελεστές παραγωγής και προηγείται της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Προς επίρρωση, ποιος ποτέ θα αρνιόταν την καθοριστική συμμετοχή της ιαπωνικής παράδοσης στην επίτευξη του «ιαπωνικού θαύματος»;
Πως υλοποιείται όμως αυτή η ανάπτυξη που βασίζεται στον πολιτισμό; Δύο φαίνεται να είναι οι άξονες δράσης. Αρχικά η επίτευξη της αυτοσυνειδησίας των μελών της κοινότητας σχετικά με την πολιτισμική τους ταυτότητα και όπου είναι δυνατή η εμπέδωση συναισθήματος υπερηφάνειας για τους φέροντες. Σε δεύτερη φάση αλλά όχι λιγότερο ουσιαστική είναι η συμμετοχή των φορέων ιδιωτικών και
_________________________________
(20) Barquero Vasquez A., 1991
(21) Ρόκος Δ., 2000, σ. 121-136
μη στη διαμόρφωση ειδικής πολιτικής που θα λαμβάνει υπόψη της τις ανάγκες, τις αξίες και τις πεποιθήσεις των μελών της κοινότητας. Έτσι θα θεσμοθετηθεί το ζητούμενο που δεν είναι άλλο από την πολιτισμική πολιτική. Αναφερόμαστε σε μια συστηματική προσέγγιση του αιτήματος της ανάπτυξης (της Ολοκληρωμένης και Αειφόρου Ανάπτυξης) στην οποίαν εμπλέκονται όλοι οι τοπικοί φορείς, με συγκροτημένο κοινό σκοπό και αξίες. Οι σκοποί της πολιτισμικής πολιτικής δεν θα πρέπει να είναι γενικόλογοι και αφοριστικοί αλλά συγκεκριμένοι και σε πλήρη ανάπτυξη. Ει δυνατόν θα πρέπει να εκφράζονται ποσοτικά. Με την άσκηση μιας επιτυχημένης πολιτισμικής πολιτικής θα αναπτυχθεί και θα προβληθεί η πολιτισμική ταυτότητα της τοπικής κοινωνίας με όλα τα συνακόλουθα αποτελέσματα.
Βέβαια θα πρέπει να γίνει επίσης αποδεκτό από όλους πως η ανάπτυξη δεν είναι μονοδιάστατη και θα πρέπει να προστατεύει τη φυσιογνωμία της περιοχής μια που εν τέλει όλο και περισσότερο πλέον αξιολογείται το «καλύτερο» και όχι το «περισσότερο». Και το καλύτερο σίγουρα έχει να κάνει με την πολύτιμη κληρονομιά της οποίας η κάθε κοινότητα είναι φορέας. Δεν είναι τυχαίο ότι το διεθνές θεσμικό πλαίσιο αναγνωρίζει ότι η διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των λαών μόνο στα στοιχεία της ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς μπορεί να στηριχθεί. Για παράδειγμα στη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) ορίζεται ως στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διαφύλαξη και η προστασία της γλωσσικής ποικιλίας και η παροχή βοήθειας ώστε να καταστούν εύκολα προσπελάσιμες από όποιον το επιθυμεί. Και αν προκύπτει το ερώτημα: «Γιατί να διατηρηθεί η εθνική ταυτότητα των λαών;», μπορεί να απαντηθεί αναφέροντας ότι η διατήρηση του πλούτου των εθνικών ταυτοτήτων είναι αυτή που μπορεί να αντιπαρατεθεί με τον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό του οποίου τις παράπλευρες απώλειες βιώνει σήμερα η ανθρωπότητα στο σύνολό της.
2.2.4 ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Στην προηγούμενη ενότητα αναφερθήκαμε στα αναπτυξιακά πλεονεκτήματα που θα προκύψουν από την εφαρμογή μιας αξιόπιστης πολιτισμικής πολιτικής. Στόχος ήταν να προβληθεί το πολιτισμικό απόθεμα του τόπου. Η προβολή αυτή αποκτά νόημα όταν έχει ως αποτέλεσμα την προσέλκυση επισκεπτών και πάντα με τον όρο ότι δεν υποβαθμίζονται οι υπόλοιπες θεμελιακές συνιστώσες των τοπικών κοινωνιών. Άρα η τουριστική ανάπτυξη είναι ένα σημαντικό μέρος της τοπικής ανάπτυξης και με αυτήν θα ασχοληθούμε παρακάτω.
Μέχρι στιγμής βιώνουμε, στη Δωδεκάνησο, την τουριστική ανάπτυξη που χαρακτηρίζεται ως ανάπτυξη μαζικού τουρισμού, εστιασμένη στα νησιά της πρώτης ταχύτητας (Ρόδος, Κως) και πάλι όχι σε όλη τους την έκταση. Για τη Ρόδο αναφερόμαστε στο βόρειο αναπτυγμένο τρίγωνο που περιλαμβάνει την Ιαλυσό, τη Ρόδο και το Φαληράκι και κατά την τελευταία δεκαπενταετία ένα τμήμα της νότιας Ρόδου και τα Κολύμπια. Στην Κω η μαζική τουριστική κίνηση εστιάζεται στην πόλη της Κω και στην Καρδάμαινα.
Πολλοί συνηθίζουν να κατηγορούν το αναπτυξιακό μοντέλο που ακολούθησαν οι πιο πάνω περιοχές καθιστώντας το υπεύθυνο για την υποβάθμιση του αστικού και
φυσικού περιβάλλοντος, των πόρων (μια που κανείς δεν σεβάστηκε τα όρια που έθετε η φέρουσα ικανότητα του τόπου) αλλά και για τα αδιέξοδα που προέκυψαν τουλάχιστον κατά την τελευταία πενταετία. Οι κατηγορίες αυτές έχουν ισχυρότατη βάση και επαληθεύονται καθημερινά. Ωστόσο σκόπιμο είναι, στο πλαίσιο μιας αντικειμενικής προσέγγισης, να αναφερθεί κάποιος και στα οφέλη που προέκυψαν από την ανάπτυξη αυτή. Ο πλούτος που εισέρευσε στη Δωδεκάνησο κατά το διάστημα της τουριστικής ανάπτυξής της είναι σημαντικότατος χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συνετέλεσε στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι μια ορθολογικότερη διαχείριση των κεφαλαίων αυτών θα μπορούσε να συντελέσει ώστε και οι φυσικοί πόροι να διαφυλαχθούν αλλά και να δημιουργηθούν και να ευημερήσουν αναπτυξιακές υποδομές, κληρονομιά για τις γενιές που έρχονται. Οι παραδειγματικές περιπτώσεις όμως της τύχης της μελέτης του υδρογεωλόγου Moutin ή της Δωδεκανησιακής Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας, μόνο απογοήτευση προκαλούν.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο μειονεκτικότητας της πολιτικής αυτής που ασκήθηκε και η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, συνετέλεσε στην πλήρη αποβιομηχάνιση τουλάχιστον των μεγάλων νησιών (Ρόδου και Κω), είναι και το ότι δημιούργησε νησιά διαφορετικών ταχυτήτων ανάπτυξης, εντός του Νομού. Το γεγονός αυτό λειτούργησε ανασταλτικά για την ανάπτυξη των μικρότερων νησιών διότι η Δωδεκάνησος στο σύνολό της εμφανιζόταν οικονομικά ισχυρή και κανένας δεν φαινόταν να μπαίνει στον κόπο να αναδείξει τις χαώδεις διαφορές, τουλάχιστον σε επίπεδο υποδομών, ανάμεσα π.χ. στους Λειψούς και στη Ρόδο.
Παραμένει όμως το ουσιαστικό όφελος από όλη αυτή τη διαδικασία, αυτό της αποκομιδής εμπειρίας στο θέμα της τουριστικής ανάπτυξης. Μετά από δεκαετίες τουριστικά προσανατολισμένης οικονομικής ζωής πρέπει να έχουμε σχηματίσει άποψη για το είδος της τουριστικής ανάπτυξης που θέλουμε.
Με βάση όσα προαναφέρθηκαν και για να μπορέσει η τοπική κοινωνία να υπερβεί τα αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει είναι προφανές ότι θα πρέπει η τουριστική πολιτική να αναπροσανατολιστεί στηρίζοντας άλλες μορφές τουρισμού που συνηθίζεται να αποκαλούνται ήπιες ή εναλλακτικές. Κίνητρο θα πρέπει να είναι η διαπίστωση ότι τα τυποποιημένα και μαζικά τουριστικά πακέτα ανταποκρίνονται όλο και λιγότερο πλέον στις ανάγκες του σημερινού τουρίστα. Εξ’ άλλου ο, τι προσφέρεται σε αυτής της μορφής τις τουριστικές υπηρεσίες μπορεί ο υποψήφιος καταναλωτής τους να το βρει πολύ φθηνότερα σε κοντινούς από εμάς προορισμούς. Το συγκριτικό πλεονέκτημα που κάποτε διέθετε η Ελλάδα (αυτό της συναλλαγματικής διαφοράς) πλέον δεν υφίσταται. Προφανής λοιπόν η ανάγκη ποιοτικής διαφοροποίησής από τον ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο αυτής της ποιοτικής διαφοροποίησης προβάλλει η ιδέα του αειφόρου, ήπιου, εναλλακτικού τουρισμού. Ένας τέτοιος τουρισμός δεν μπορεί παρά να είναι προσανατολισμένος προς την αξιοποίηση του πλούσιου πολιτισμικού αποθέματος του τόπου. Θα πρέπει να δοθεί έμφαση στα στοιχεία εκείνα που αναδεικνύουν την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα της Δωδεκανήσου. Τέτοια στοιχεία είναι ο παραδοσιακός βίος, ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός πλούτος, τα παραδοσιακά επαγγέλματα και οι επαγγελματικές οργανώσεις, τα μνημεία του αρχαίου πολιτισμού και τα σημερινά επιβιώματά τους, η γλώσσα και οι τοπικές ιδιόλεκτοι, τα ιστορικά μνημεία, η αγροτική ζωή, η τοπική κουζίνα αλλά και η
σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Όλα αυτά συνιστούν την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα της Δωδεκανήσου ικανής να αποτελέσει τον πόλο έλξης επισκεπτών που θα ήθελαν να τη γνωρίσουν από κοντά και να την βιώσουν.
2.2.5 Η ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ
Πιο πάνω έγινε αναφορά στο ρόλο της φύσης στην ελληνική παράδοση. Δείχθηκε πως το περιβάλλον και ο παραδοσιακός άνθρωπος μπόρεσαν να συνεργαστούν αρμονικά έτσι ώστε και ο άνθρωπος να εξασφαλίσει την επιβίωσή του και το περιβάλλον την προστασία του. Θέλοντας λοιπόν να αναδείξουμε την πολιτισμική μας ταυτότητα ως κύριο μοχλό τουριστικής ανάπτυξης θα πρέπει να ανατρέξουμε στην παράδοσή μας και να αντλήσουμε συμπεριφορικά πρότυπα που αποδεδειγμένα συνετέλεσαν στην αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος και την ουσιαστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Δεν έχουν πλέον θέση σε μια ποιοτική αναπτυξιακή πορεία συμπεριφορές που θέτουν σε δεύτερη μοίρα τις περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις μια που αυτό θα σήμαινε υποβάθμιση του ίδιου του προς πώληση αντικειμένου: του τοπικού πολιτισμού ή καλύτερα των εκφράσεών του και του χώρου του. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ανακοίνωσή της του 1987 με θέμα το κοινοτικό πλαίσιο δράσης για τον τουρισμό αναφέρει (Σημείο 25): «Πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα η διατήρηση του Περιβάλλοντος. Πρέπει να αποκτήσουμε μεγαλύτερη επίγνωση του γεγονότος ότι οι παραλίες, οι ορεινές τοποθεσίες, η άγρια φύση, η ύπαιθρος, οι ιστορικές πόλεις, τα μνημεία και τα αξιοθέατα αποτελούν αυτούς καθαυτούς τους πόρους από τους οποίους εξαρτάται ο τουρισμός. Η ανυπαρξία σχεδιασμού, σε συνδυασμό με την σταθερή πίεση του μαζικού τουρισμού έχουν ήδη επιφέρει σημαντική υποβάθμιση του περιβάλλοντος που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το μέλλον του ευρωπαϊκού τουρισμού. Η Ευρώπη είναι πλούσια σε φυσικές καλλονές και πολιτιστικά γεγονότα που με μια ορθή εμπορική εκμετάλλευση θα μπορούν να ανακουφίσουν τις ήδη κορεσμένες τουριστικές ζώνες, εξασφαλίζοντας την αρμονική ανάπτυξη τόσο από οικονομικής όσο και περιβαλλοντικής πλευράς».(22) Να επισημανθεί ότι η ανάπτυξη δεν αντιστρατεύεται την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό ακριβώς επισημαίνεται έμμεσα στο παραπάνω χωρίο με τον επιθετικό προσδιορισμό «ορθή» αναφορικά με την εκμετάλλευσης των πόρων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση με άλλο επίσημο κείμενό της μάλιστα («Συνοπτική παρουσίαση για το 6ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον 2001-2010») φτάνει στην εξής διατύπωση: «Η προστασία του πλανήτη δημιουργεί τόσο προκλήσεις όσο και ευκαιρίες. Μέσω μεγαλύτερης αποδοτικότητας και καλύτερης χρήσης των φυσικών πόρων μπορούμε να σπάσουμε
__________________________________
(22) Κείμενο της ανακοίνωσης της Ο.Κ.Ε., 1986
τον παλιό δεσμό μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής βλάβης. Πρέπει να αρπάζουμε τις ευκαιρίες για καινοτομία οι οποίες μπορούν να βελτιώνουν το περιβάλλον και την οικονομία».(23)
2.2.6 ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΤΟΜΕΑ
Ο αγροτικός βίος είναι βασική συνιστώσα της παραδοσιακής πολιτισμικής ταυτότητας της Δωδεκανήσου όπως και κάθε άλλης παραδοσιακής κοινότητας. Ο πρωτογενής τομέας της παραγωγής αποτελούσε τον βασικό πυλώνα της οικονομικής ζωής της παραδοσιακής κοινότητας. Οι υπόλοιποι τομείς ήταν συμπληρωματικοί και άμεσα συνδεδεμένοι με αυτόν. Με δεδομένη την ανεπάρκεια των πόρων (με εξαίρεση τη Ρόδο και την Κω) ο πρωτογενής χαρακτηριζόταν από το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, τη δυσκολία πρόσβασης προς τα εμπορικά κέντρα (με εξαίρεση τους σφουγγαράδες της Καλύμνου και της Σύμης). Επιπλέον η μονοδιάστατη οικονομική ανάπτυξη μεταπολεμικά αλλά και η αστυφιλία οδήγησαν πολλούς από τους αυταπασχολούμενους άμεσα στον πρωτογενή τομέα στη μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική) ή στην απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών (τουρισμό). Έτσι η γεωργία και η κτηνοτροφία ιδιαίτερα στα μικρότερα νησιά υπέστησαν πλήγμα. Από την κατάσταση αυτή δεν ξέφυγαν και οι αλιείς που με την πάροδο των χρόνων έβλεπαν τα αλιευτικά αποθέματα να λιγοστεύουν (χωρίς να είναι οι ίδιοι άμοιροι ευθυνών). Η κατάσταση αυτή είχε κοινωνικές προεκτάσεις μια που άλλαξε δραματικά ο παραγωγικός χάρτης του τόπου σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, διαμορφώνοντας και αντίστοιχες αλλαγές στην πολιτισμική ταυτότητά του, με τα όποια επακόλουθα. Σήμερα αντιμετωπίζοντας τα αδιέξοδα της μονοκαλλιέργειας του μαζικού τουρισμού, μπορούμε ψυχραιμότερα να αποτιμήσουμε το ρόλο του πρωτογενούς τομέα τόσο αναπτυξιακά όσο και κοινωνικά / πολιτισμικά και να επαναπροσδιορίσουμε τις δυνατότητές του. Αυτές μπορούν να αναζητηθούν στην επιστροφή μέρους του ανθρώπινου δυναμικού που διαφοροποιήθηκε επαγγελματικά, την προσέλκυση νέων αγροτών, την ποιοτική αναβάθμιση των παραγόμενων προϊόντων, την συστηματική προσέγγιση επιχειρηματικών θεμάτων (προβολή, marketing, πωλήσεις, δίκτυα διανομής) και τέλος την ενίσχυση των εισοδημάτων των ενασχολούμενων στον τομέα.
2.2.7 ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
Η ενίσχυση αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα από διαδικασίες που επιδιώκουν την ύπαρξη παράλληλων δραστηριοτήτων που κυρίως έχουν να κάνουν με τη μορφή τουρισμού που καλείται αγροτουρισμός. Μάλιστα είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι για τον πρωτογενή τομέα και τους απασχολούμενους σε αυτόν η ανάδειξη του αγροτουρισμού ως κύριου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης αποτελεί μονόδρομο μια που οι φορείς του μαζικού τουρισμού σπάνια αξιοποιούν τα τοπικά προϊόντα για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
________________________________
(23) Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων της Ευρωπαίκής Ένωσης
Η προτεινόμενη ενασχόληση με τον αγροτουρισμό δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει νέους επαγγελματίες στον τομέα των υπηρεσιών παρά να δώσει τη δυνατότητα στους αγρότες, και ιδιαίτερα στους νέους από αυτούς, για συμπληρωματική απασχόληση μια που από τη φύση της η αγροτική ζωή χαρακτηρίζεται από έντονη εποχικότητα με μεγάλα διαστήματα απραξίας.
Ο αγροτουρισμός είναι μια επιχειρηματική δραστηριότητα που αφορά μικρές κυρίως επιχειρήσεις και έχει ως κέντρο από όλες τις απόψεις τον άνθρωπο. Επενδύει στο συναίσθημα, εξωτερικεύει αρχές, μοιράζεται εμπειρίες με τον επισκέπτη-πελάτη της. Σε αυτό συντελεί ο χαρακτήρας της αγροτουριστικής επιχείρησης που είναι συνήθως οικογενειακής ή συνεταιριστικής μορφής.
Ο αγροτικός βίος διαμόρφωσε το αγροτικό τοπίο φυσικό και δομημένο στην παραδοσιακή κοινότητα. Στην αγροτική ζωή οφείλεται μια πλούσια πολιτισμική κληρονομιά που έχει να κάνει με την αρχιτεκτονική, τα εργαλεία, τα εργαστήρια, τη γαστρονομία, τις σχέσεις του παραδοσιακού ανθρώπου με το ανθρωπογενές και δομημένο περιβάλλον του. Αυτά δηλαδή που καθορίζουν τη ξεχωριστή, δωδεκανησιακή, ελληνική, πολιτισμική ταυτότητα. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι αυτή ακριβώς η πολιτισμική ταυτότητα μπορεί να αποτελέσει έναν ισχυρό πόλο έλξης για επισκέπτες και ότι η καταλληλότερη υποδομή για να τους υποδεχθεί και να τους φιλοξενήσει είναι η μικρή αγροτουριστική μονάδα. Αρκεί να βρει το δικό της ξεχωριστό δρόμο προς την επίτευξη του υψηλότερου δυνατού στόχου ποιότητας και να μην πέσει στην παγίδα της μίμησης του μαζικού τουρισμού προκειμένου να ξεπεράσει τις όποιες δυσκολίες παρουσιαστούν. Ας εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο τρόπο την ευνοϊκή συγκυρία της διαφοροποίησης της τουριστικής ζήτησης που εκφράζεται με την αναζήτηση περισσότερων και διαφορετικών ειδών απασχόλησης κατά την περίοδο των διακοπών. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ο προβληματισμός για τον προσδιορισμό του βαθύτερου κινήτρου τουριστικής μετακίνησης. Σε όλα τα συστήματα η ενέργεια ή η κίνηση παράγεται όπου υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε δύο πόλους. Έτσι και στον τουρισμό φαίνεται ότι το βασικό κίνητρο για την μετακίνηση είναι η γνωριμία με άλλους πολιτισμούς, διαφορετικούς από αυτούς που βιώνονται στην καθημερινότητα. Είναι η διάθεση της οικειοποίησης, έστω περιστασιακά μιας διαφορετικής ταυτότητας από την οικεία. Πόσο μάλλον όταν η ταυτότητα αυτή φαντάζει τόσο ελκυστική όσο η ελληνική παραδοσιακή κοινοτική ταυτότητα. Η προσπάθεια λοιπόν θα πρέπει να εστιαστεί α) στη διασφάλιση της ποιότητας, τόσο των υπηρεσιών όσο και του χώρου δραστηριοποίησης και β) στην συνεχή και επαρκή προβολή των ελκυστικών ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής ταυτότητας. Η πρώτη παράμετρος είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη δεύτερη της οποίας αποτελεί προϋπόθεση: «Ο καταναλωτής του αγροτικού τουρισμού ελκύεται από την ποικιλία των αγροτικών και γεωργικών τοπίων, την πανίδα και τη χλωρίδα. Η διατήρησή τους αποτελεί μια προϋπόθεση τουριστικού θελγήτρου των αγροτικών περιοχών».(24)
2.2.8 ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗΣ
Και ο χώρος της μεταποίησης αποτελεί μέρος της πολιτισμικής ταυτότητας μιας κοινότητας και μάλιστα είναι ο τομέας αυτός που ενθυλακώνει την καινοτομία και την καλλιτεχνική έκφραση.
Ειδικότερα στα μικρότερα νησιά του συμπλέγματος η μεταποίηση θα μπορούσε να αποτελέσει δυναμικό πόλο ανάπτυξης. Αυτό διότι θα μπορούσε να τροφοδοτείται από τον πρωτογενή και να τον ανατροφοδοτεί με επεξεργασμένα προϊόντα (όπως τυριά, μέλι κλπ) τουλάχιστον στο αγροτουριστικό του κομμάτι.
Η μεταποίηση είναι αυτή που μπορεί μέσω της χειροτεχνίας να αξιοποιήσει δημιουργικά και επιχειρηματικά την πολιτισμική παράδοση. Ξυλογλυπτικά εργαστήρια, παραδοσιακά ναυπηγεία, κοσμηματοποιία, εργαστήρια κεραμικής, υφαντικής κλπ. Βέβαια και εδώ προτεραιότητα για τις όποιες δράσεις έχει η προστασία του περιβάλλοντος και η εμμονή στη διασφάλιση της ποιότητας. Δεν θα πρέπει να παραληφθεί και η δυνατότητα της μεταποίησης να προσελκύσει ειδική κατηγορία επισκεπτών που θα ήθελαν κατά τον χρόνο των διακοπών τους να γνωρίσουν δημιουργικά μία «τέχνη» να συμμετέχουν δηλαδή στην εμπράγματη αποτύπωση στοιχείων της πολιτισμικής ταυτότητας του μέρους που τους φιλοξενεί.
Η προβολή των παραγόμενων προϊόντων θα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη του στόχου που δεν είναι άλλος από την βιωσιμότητα των μονάδων που θα δημιουργηθούν. Η προβολή αυτή θα πρέπει να σχεδιαστεί από ειδικούς και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε συμμετοχή σε αντίστοιχες εκθέσεις, εθνικές ή διεθνείς.
_____________________________
(24) Αγοραστάκης Γ., 1996
3.2 ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΦΥΣΙΚΑ Η ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
3.2.1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Θα πρέπει εξ αρχής να συμφωνηθεί ότι ο κύριος φορέας ανάπτυξης είναι ο ιδιωτικός τομέας. Η Εγκύκλιος για την κατάρτιση του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης 2007-2013 (Αθήνα 04.06.2004, Αρ. Πρ. 23681/ΕΥΣΑΠΠ 882) αναφέρει μεταξύ άλλων ότι: «…το σχέδιο αυτό θα προκύψει μέσα από έναν γόνιμο διάλογο με τους πολίτες» και «…θα στοχεύει στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταπόκρισης των επιχειρήσεων στις ευκαιρίες και τις εξελίξεις του διεθνούς ανταγωνισμού». Είναι προφανής η έμφαση που δίδεται στον ιδιωτικό τομέα ως καθοριστικού αναπτυξιακού φορέα τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού όσο και σε επίπεδο υλοποίησης. Όταν αναφερόμαστε στο ιδιωτικό τομέα δεν εξαιρούμε και την κατ΄ εξοχήν παραδοσιακή μορφή επιχειρηματικής δράσης, αυτήν του συνεταιρισμού. Πιστεύεται ότι αυτού του είδους η επιχειρηματική οργάνωση μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά για τα οφέλη που θα προκύψουν από την ανάπτυξη.
Σε άλλη ενότητα παρατίθενται εργαλεία τα οποία αν αξιοποιηθούν ορθολογιστικά μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμους βοηθούς στο σχεδιασμό και την επίτευξη των στόχων της επιχείρησης.
3.2.2 ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Είναι σαφές ότι αναφερόμαστε στον τομέα του τουρισμού. Ενός τουρισμού που, όπως προαναφέρθηκε, οφείλει να διαφοροποιηθεί ποιοτικά από το μοντέλο του μαζικού.
Η πρόταση αναφέρεται στη δημιουργία ή επαναδραστηριοποίηση αγροτουριστικών μονάδων, ειδικότερα στα μικρά νησιά και ει δυνατόν με συγκεκριμένη «κεντρική ιδέα». Δηλαδή ένα συγκεκριμένο αντικείμενο αγροτικής ενασχόλησης. Απαραίτητη είναι η ύπαρξη υποδομών όχι πολυτελούς χαρακτήρα αλλά ποιοτικού στο βαθμό που αποδεχόμαστε ότι το παραδοσιακό οικιακό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από ποιότητα. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται επάρκεια των σύγχρονων επικοινωνιακών μέσων (Internet, τηλέφωνο, fax κλπ) αλλά με τη δέουσα διακριτικότητα.
Να λαμβάνεται διαρκώς υπόψη ότι ο επισκέπτης/πελάτης της αγροτουριστικής μονάδας είναι φορτισμένος συναισθηματικά και η αντίληψή του για τον τουρισμό έχει ως κύρια παράμετρο την ανθρώπινη επικοινωνία. Αυτός ο επισκέπτης έρχεται για να βιώσει την ελληνική ταυτότητα και αυτή του η ανάγκη μπορεί να ικανοποιηθεί αποκλειστικά μέσω της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Η αγροτουριστική μονάδα πρέπει οπωσδήποτε να εξασφαλίζει τη συμμετοχή των επισκεπτών όχι μόνο στον τομέα της παραγωγής αλλά και σε όλες τις εκδηλώσεις
της κοινοτικής και οικογενειακής ζωής.
Ένας άλλος σημαντικότατος κλάδος στον τομέα των υπηρεσιών είναι αυτός του εμπορίου. Και εδώ οι ιδιώτες έχουν τον πρώτο λόγο για τη δημιουργία είτε αυτόνομων επιχειρήσεων ή στο πλαίσιο καθετοποίησης της αγροτικής μονάδας. Οι εμπορικές επιχειρήσεις μπορούν να αποτελέσουν αναπόσπαστο στοιχείο της αγροτικής επιχείρησης ως μέσου διάθεσης των παραγόμενων προϊόντων.
Όχι λιγότερο σημαντικός είναι και ο επαγγελματικός τομέας των υπηρεσιών εστίασης ο οποίος μόνο να κερδίσει έχει από την άμεση διασύνδεσή του με την τοπική αγροτική παραγωγή και την αξιοποίηση της γαστριμαργικής παράδοσης του τόπου.
Όλες οι παραπάνω προτάσεις εντάσσονται σε ένα χωρικό πλαίσιο που σέβεται και αξιοποιεί δημιουργικά την τοπική πολιτισμική παράδοση, για να είναι αποτελεσματικές.
3.2.3 ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ
Η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό έχει να κάνει με την παραδοσιακή χειροτεχνία. Και εδώ ο ρόλος των συνεταιρισμών (αναβίωση των ισναφιών;) μπορεί να είναι ουσιώδης.
Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην παραγωγή ειδών που θα ελαχιστοποιούν την επιβάρυνση των μεταφορικών προς τα εμπορικά κέντρα, μια που οι μικρής κλίμακας τοπικές οικονομίες είναι βέβαιον ότι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών. Ως τέτοιου είδους δράσεις προτείνονται η αργυροχρυσοχοΐα, μικροχειροτεχνία κλπ. Το κόστος των πρώτων υλών μπορεί να μειωθεί αφενός με μαζικές/ομαδικές παραγγελίες και αφετέρου με την αξιοποίηση παραδοσιακών τοπικών πρώτων υλών.
Προσωπικές επιχειρήσεις τεχνιτών που αναβιώνουν παραδοσιακές τεχνικές μπορούν να ευδοκιμήσουν. Για παράδειγμα αυξάνεται συνεχώς η επιθυμία για την κατασκευή παραδοσιακών λιθόκτιστων φραχτών και κατοικιών. Ένας σύγχρονος πελεκάνος (σκαλιστής πέτρας) ή ένας τεχνίτης χοχλακιού (βοτσαλωτού δαπέδου) είναι βέβαιο ότι δεν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα επαγγελματικής απασχόλησης.
Η τυποποίηση παραδοσιακών τοπικών προϊόντων θα μπορούσε να προσφέρει συμπληρωματική ή μη απασχόληση σε πολλούς κατοίκους των μικρότερων νησιών. Η προσέγγιση βέβαια για την υλοποίηση μιας τέτοιας επιχειρηματικής ιδέας θα πρέπει να συνοδεύεται και από την ανάλογη τεκμηρίωση -από ειδικούς- ώστε να εντοπιστούν τα προϊόντα εκείνα που έχουν τη μεγαλύτερη εμπορική αξία, να διασφαλιστούν τα δίκτυα διανομής και διάθεσης, να αξιοποιείται το τοπικό παραγωγικό δυναμικό κλπ.
Σημαντικός είναι ο ρόλος της μεταποιητικής παράδοσης ενός τόπου. Δηλαδή στους Λειψούς και στο Καστελόριζο δεν θα πρέπει να αγνοηθεί η ταπητουργική παράδοση, στη Σύμη και την Κάλυμνο η ναυπηγική κλπ.
Ειδικά για τις δύο παραπάνω κατηγορίες προτείνεται ο συνεταιρισμός τουλάχιστον σε επίπεδο προβολής και χρήσης κοινών δικτύων διάθεσης των προϊόντων τους αλλά και στις προμήθειες των πρώτων υλών.
Στον τομέα της προβολής κρίνεται απαραίτητη η συμμετοχή σε αντίστοιχες θεματικά εκθέσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο (ταπητουργία στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ναυπηγοξυλουργική στο Ναυτικό Σαλόνι της Γένοβας, Ιταλία κλπ).
3.2.4 ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ
Για τον πρωτογενή τομέα προτείνεται η επέκταση των δραστηριοτήτων του, παράλληλα και συμπληρωματικά, στις υπηρεσίες (εστίαση, φιλοξενία) αλλά και η προσπάθεια για ποιοτική βελτίωση των προϊόντων του. Είναι σαφές σε όλους πως η ποιοτική αναβάθμιση των αγροτικών προϊόντων σήμερα είναι άμεσα συνυφασμένη με την βιολογικότητά τους και προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να στραφούν οι σύγχρονοι αγρότες.
Ειδικά για τους κτηνοτρόφους επισημαίνεται ότι θα πρέπει να επανέλθουν στο καθεστώς της ελεγχόμενης και εσταυλισμένης κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης διότι η πρακτική της ανεξέλεγκτης βόσκησης, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, επέφερε και επιφέρει πολύ μεγάλες καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον.
Και για τον πρωτογενή προτείνεται μια τουλάχιστον άτυπη μορφή συνεταιρισμού στη βάση της κοινής εκμετάλλευσης της υπέρβασης δηλαδή του εμποδίου του μικρού μεγέθους των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Η προβολή της ποιοτικής υπεροχής των προϊόντων βιολογικής καλλιέργειας είναι εκ των ουκ άνευ προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των αγροτικών επιχειρήσεων που την εφαρμόζουν. Προτείνεται η συμμετοχή σε σχετικά δίκτυα προβολής και διάθεσης.
3.2.5 ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ
Πολλοί είναι οι παράγοντες που οδήγησαν το συνεταιριστικό κίνημα σε μαρασμό. Ως κυριότερο εντοπίζεται, από τον γράφοντα, η εμπλοκή των αγροτών μελών στα διοικητικά/οργανωτικά/αποφασιστικά όργανα τους. Οι τομείς αυτοί θα έπρεπε να στελεχώνονται από ειδικούς που θα ήταν φορείς του απαραίτητου γνωστικού υπόβαθρου. Όπως είναι βέβαιο ότι ένας manager θα αποτύγχανε στην προσπάθειά του να εμπλακεί άμεσα στην αγροτική παραγωγή, λόγω έλλειψης εμπειρίας και γνώσεων άλλο τόσο βέβαιο ήταν ότι θα αποτύγχαναν ως επιχειρηματίες οι αγρότες.
Ωστόσο η συνεταιριστική επιχειρηματική μορφή (υπό όρους) φαντάζει ελκυστική στις μέρες μας και πάλι. Γιατί σε αυτήν ουσιώνεται ο χαρακτήρας της κοινότητας, της κοινής διαχείρισης των μέσων και της κοινής διανομής των ωφελημάτων.
Τι είναι όμως ο συνεταιρισμός;
Συνεταιρισμός είναι η εθελοντική ένωση προσώπων με μεταβλητό αριθμό μελών (τουλάχιστον 6) που έχει σαν σκοπό του, δια της αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ των μελών του, τη βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής τους κατάστασης καθώς και την από κοινού αντιμετώπιση των κοινών αναγκών τους.
Τα βασικά χαρακτηριστικά των συνεταιρισμών είναι:
1.Ο αριθμός των συνεταίρων (μελών) ο οποίος είναι μεταβλητός
2.Το κεφάλαιο του συνεταιρισμού το οποίο είναι επίσης μεταβλητό
3.Ο σκοπός ίδρυσης του συνεταιρισμού
Ο τύπος συνεταιρισμού που δημιουργήθηκε είναι γνωστός σήμερα ως παραδοσιακός συνεταιρισμός. Τα χαρακτηριστικά αυτής της παραδοσιακής μορφής συνεταιρισμού περιλαμβάνουν:
1. Ελεύθερη συμμετοχή
2. Επενδυτικά κεφάλαια προερχόμενα κατά κύριο λόγο από παρακρατήσεις από τα μέλη
3. Μη εμπορεύσιμα και ατελώς καθορισμένα δικαιώματα κυριότητας των μελών στην περιουσία του συνεταιρισμού
4. Προστριβές μεταξύ ενεργών και μη μελών
5. Έλεγχος των υποθέσεων του συνεταιρισμού βάσει της αρχής «ένα μέλος – μία ψήφος».
Συμπληρωματικά αναφέρεται ότι ο συνεταιρισμός είναι ο κατ’ εξοχήν οργανισμός Κοινωνικής Οικονομίας. Η επιχείρηση Κοινωνικής Οικονομίας δομείται με επιχειρηματικό πνεύμα και διάθεση, επιδιώκει οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους ταυτόχρονα, βρίσκει καινοτόμες λύσεις στα προβλήματα της τοπικής ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού και συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη που δεν αντιμάχεται αλλά στηρίζει την κοινωνική συνοχή ως βασικό της υπόβαθρο.
Η συχνότερη μορφή συνεταιρισμού που συναντάται σήμερα είναι αυτή του γυναικείου συνεταιρισμού. Οι συνεταιρισμοί αυτοί αποτελούν ενισχυτικούς μηχανισμούς της τοπικής οικονομίας, μείωσης της ανεργίας και μάλιστα αναφορικά με μια ευπαθή ομάδα πληθυσμού σε αυτόν τον τομέα. Στο σύνολό τους σχεδόν οι γυναικείοι συνεταιρισμοί αξιοποιούν τα τοπικά προϊόντα ενισχύοντας έτσι τη θέση τους στις τοπικές κοινωνίες. Επιπλέον πιστεύεται ότι η ίδια η ύπαρξη γυναικείου συνεταιρισμού αποτελεί πόλο έλξης επισκεπτών για έναν τόπο.
Τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι συνεταιριστικές οργανώσεις έχουν να κάνουν με την έλλειψη εμπειρίας και γνωστικού υποβάθρου τον τομέα του «επιχειρείν». Στο πλαίσιο αυτής της έλλειψης παρατηρείται απουσία επιχειρηματικού σχεδιασμού με αποτέλεσμα ή να μην ευδοκιμούν εμπορικά ή να μην έχουν επαρκείς δομές για να εξυπηρετήσουν την αυξημένη ζήτηση.
Προτείνεται λοιπόν η συνεταιριστική επαγγελματική οργάνωση ως μορφή επιχειρηματικής δράσης που μπορεί όμως να είναι αποτελεσματική αν στελεχωθεί και υποστηριχθεί από ειδικούς για κάθε δραστηριότητά της.
3.3 ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Στην αρχή της ενότητας 3.1 αναφέραμε ότι: «Θα πρέπει εξ αρχής να συμφωνηθεί ότι ο κύριος φορέας ανάπτυξης είναι ο ιδιωτικός τομέας». Ποιος είναι ο ρόλος όμως των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε Α΄ και Β΄ βαθμό; Μονολεκτικά η απάντηση είναι: υποστηρικτικός. Η Τ.Α. θα πρέπει να εξασφαλίσει στο βαθμό που είναι στις δυνατότητές της, τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Ακολούθως γίνονται προτάσεις προς την επίτευξη του στόχου αυτού.
Η προτεραιότητα εστιάζεται στον σχεδιασμό. Ο Αναπτυξιακός Σχεδιασμός είναι όρος απαραίτητος για κάθε είδους ανάπτυξη πολλώ δε μάλλον αν έχει να κάνει με την αξιοποίηση ενός τόσο ευμεγέθους πλούτου όπως το Δωδεκανησιακό πολιτισμικό απόθεμα αλλά και σε έναν χώρο που είναι καταδικασμένος να συμφιλιωθεί με τις αντιξοότητες που προκύπτουν από την γεωγραφική του θέση.
Στην προσπάθεια σχεδιασμού η Τ.Α. πρέπει να λάβει υπόψη της το θεωρητικό πλαίσιο που διατρέχει τις πολιτικές σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, μια που αυτές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις στρατηγικές που θα ακολουθηθούν και στις οποίες οφείλει να είναι ενταγμένη η τοπική κοινωνία προκειμένου να τις εκμεταλλευθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Σύμφωνα, λοιπόν, με έκθεση της Commission επτά βασικές κατευθύνσεις πρέπει να έχει η αναπτυξιακή πολιτική που θα ακολουθήσει η Ε.Ε. μετά το 2006 για να επιτύχει την πραγματική σύγκλιση, για τις ορεινές και νησιωτικές περιοχές:
Α. Έμφαση στην ορεινή γεωργία και κτηνοτροφία, με την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων και την προστασία του εδάφους. Οι αγρότες των περιοχών αυτών δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις μεγάλες παραγωγές με παραδοσιακές καλλιέργειες. Πρέπει κατά συνέπεια να επικεντρωθούν σε βιολογικές καλλιέργειες και στην παραγωγή προϊόντων με αναγνωρίσιμα εμπορικά σήματα.
Β. Αξιοποίηση του πλούτου των περιοχών. Το φυσικό περιβάλλον πρέπει να προστατευτεί αλλά παράλληλα να αναδειχθεί επιχειρηματικά, μέσω του τουρισμού αλλά και της ήπιας εμπορικής εκμετάλλευσης τοπικών πόρων (ξυλεία, φυτικά προϊόντα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κλπ).
Γ. Μεταφορά μεταποιητικών δραστηριοτήτων στην περιφέρεια. Επιχειρήσεις νέων τεχνολογιών που δεν χρειάζονται άμεση επαφή με το κέντρο μπορούν να μεταφερθούν στις περιοχές αυτές. Μεταποιητικές μονάδες μπορούν να εκμεταλλευτούν τις πρώτες ύλες των περιοχών αυτών (βιομηχανίες τροφίμων, επίπλων κλπ).
Δ. Ανάπτυξη του ορεινού τουρισμού, ώστε να μειωθεί η εποχικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, η οποία θα εντείνεται όλο και πιο πολύ στο μέλλον όπως τουλάχιστον βλέπει η Commission.
Ε. Άρση των εθνικών συνόρων στον τουρισμό. Πολλά βουνά συνδέουν δύο ή περισσότερα κράτη και η άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων μπορεί να τα κάνει πιο θελκτικά για τους τουρίστες.
ΣΤ. Σύνδεση βουνών με τα αστικά κέντρα. Σε πολλές ορεινές περιοχές ταξιδεύουν καθημερινά σε αστικά κέντρα (για παράδειγμα στα νησιά και στην Πελοπόννησο) και η καλύτερη διασύνδεσή τους θα βοηθούσε στην αύξηση των ατόμων που επιλέγουν πιο ορεινές περιοχές ως τόπο κατοικίας και εργασίας.
Ζ. Προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης καθώς πρόκειται για την πιο ευαίσθητη περιβαλλοντικά περιοχή η ανάπτυξη της οποίας εξαρτάται από τη διατήρηση του χαρακτήρα της.
(Σημ. με τον όρο ορεινό συχνά αναφέρονται οι μειονεκτικές περιοχές εν γένει).
Στην Εγκύκλιο για την κατάρτιση του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης 2007-2013 (Αθήνα 04.06.2004, Αρ. Πρ. 23681/ΕΥΣΑΠΠ 882) αναφέρεται ότι: «…α) ο στρατηγικός στόχος είναι η επίτευξη της πραγματικής σύγκλισης και συνοχής προς το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο.
β) Το σχέδιο αυτό πρέπει να προκύψει μέσα από έναν γόνιμο διάλογο με τους πολίτες. γ) Οι βασικοί άξονες ανάπτυξης περιλαμβάνονται ήδη στην τρέχουσα προγραμματική περίοδο 2000 – 2006 και θα συνεχίσουν να αποτελούν στόχο και κατά την επόμενη εικοσαετία.
δ) Συνέχιση της δημιουργίας βασικών δικτύων υποδομών, για την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη και συνοχή. ε) Αναβάθμιση και προστασία του περιβάλλοντος, με εναρμόνιση της σχέσης αγοράς και φυσικών πόρων, ειδικότερα σε θέματα ενέργειας, γεωργικών εκμεταλλεύσεων, χρήσης γης και ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού. στ) Ενίσχυση της περιφερειακής συνοχής και της ανάπτυξης της υπαίθρου, με έμφαση στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες, με βάση τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα και με στόχο να αντεπεξέλθουν οι περιφέρειες αυτές στον εθνικό και ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. ζ) Ιεράρχηση των προτεραιοτήτων αειφορίας μακροχρόνια σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο με ανάλυση της αλληλοσυσχέτισης των υποσυστημάτων και σε συνδυασμό με εξωγενείς παραμέτρους (θεσμικό πλαίσιο, εθνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς συμφωνίες κλπ)».
Φαίνεται λοιπόν ότι η έμφαση δίδεται σε τομείς όπως, η προστασία του περιβάλλοντος, η γεωργία και η κτηνοτροφία, η ήπια αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος, η ανάπτυξη επιχειρήσεων νέων τεχνολογιών στην περιφέρεια, στις βιολογικές καλλιέργειες (το μόνο πεδίο ανταγωνισμού με τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις), η ανάπτυξη του ήπιου τουρισμού, η άρση των γραφειοκρατικών εμποδίων, οι συγκοινωνιακές υποδομές, η διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας μέσω της αειφόρου ανάπτυξης.
Παράλληλα και όσον αφορά στην εθνική πολιτική η έμφαση δίδεται στην ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία σχεδιασμού, στην επιδίωξη των στόχων που δεν επιτεύχθηκα κατά την τρίτη προγραμματική περίοδο, στη δημιουργία βασικών δικτύων με σκοπό την κοινωνική συνοχή, στις λιγότερα αναπτυγμένες περιοχές με την ανάδειξη των συγκριτικών τους πλεονεκτημάτων, και στην ένταξη των αειφόρων πρακτικών στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο.
Έτσι διαμορφώνονται τα όρια μέσα στα οποία θα πρέπει να κινηθούν οι τοπικοί φορείς εφ’ όσον επιδιώκουν την ολοκληρωμένη ανάπτυξη τοπικά, διαδικασία που δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα αλλά μόνο στο πλαίσιο του γενικότερου σχεδιασμού σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Υπό αυτό το πρίσμα προτείνονται και τα παρακάτω:
3.3.1 ΔΡΑΣΕΙΣ
3.3.1.1 Δημιουργία Κινητής Μονάδας Στήριξης της Επιχειρηματικότητας
Η δομή αφορά την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες και σε μειονεκτικές περιοχές. Η δομή θα πρέπει να στελεχωθεί με επιστημονικό προσωπικό και ειδικότερα με οικονομολόγο, μηχανολόγο, κοινωνιολόγο ή επιστήμονα άλλης παρεμφερούς ειδικότητας, ειδικούς στο marketing, στις πωλήσεις και στη διοίκηση επιχειρήσεων. Η μονάδα θα πρέπει να λειτουργήσει συμπληρωματικά με το θεσμό του «Γραφείου του Πολίτη» (ως συνδετικού κρίκου ανάμεσα στα στελέχη της δομής και τους κατοίκους) που λειτουργεί επιτυχημένα σε όλους ανεξαιρέτως τους Δήμους και να αξιοποιήσει το έμψυχο δυναμικό αλλά και την υλικοτεχνική υποδομή του. Η υλοποίηση της δομής θα βοηθήσει στο να ξεπεραστούν τα εμπόδια που τίθενται (γεωγραφικά και κοινωνικά) στην προσβασιμότητα προς τις πηγές πληροφόρησης, ιδιαίτερα για τους κατοίκους των μικρότερων νησιών.
Βέβαια πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο ρόλος που καλείται να επιτελέσει η Κινητή Μονάδα Στήριξης της Επιχειρηματικότητας δεν εξαντλείται στην συμβουλευτική για τη δημιουργία επιχειρήσεων αλλά επεκτείνεται και στην παρακολούθηση της πορείας της επιχείρησης και στην παροχή βοήθειας σε τομείς όπως πωλήσεις, κοστολόγηση κλπ.
3.3.1.2 Χωρική επέκταση δραστηριοτήτων του Χειροτεχνικού Κέντρου Ρόδου
Το Χειροτεχνικό Κέντρο Ρόδου αποτελεί έναν, εν δυνάμει, ουσιώδη παράγοντα ανάπτυξης της χειροτεχνίας στη Δωδεκάνησο. Τα όρια τίθενται από τις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες αλλά και από την χωροθέτησή του. Το γεγονός ότι εδρεύει στη Ρόδο καθιστά τις υπηρεσίες του δυσπρόσιτες για αυτούς που πραγματικά τις έχουν ανάγκη, τους κατοίκους των μικρότερων νησιών. Κρίνεται ως βασική προτεραιότητα η επέκταση των δραστηριοτήτων του Χειροτεχνικού Κέντρου τόσο θεματικά όσο και χωρικά ώστε να μπορούν να αξιοποιήσουν δημιουργικά / αναπτυξιακά τις υπηρεσίες του οι κάτοικοι των μικρότερων νησιών. Εξ’ άλλου αυτός ο ρόλος φαίνεται πιο ουσιώδης από αυτόν που σήμερα υλοποιεί (επί της ουσίας και όχι καταστατικά), δηλαδή να παρέχει δυνατότητες δημιουργικής αξιοποίησης ελεύθερου χρόνου, με βάση μια ιεραρχική κλίμακα προτεραιοτήτων.
3.3.1.3 Δημιουργία Ενιαίου Φορέα Χρηματοδότησης Αναπτυξιακών Πρωτοβουλιών
Ανεξάρτητα από το εφικτό της υλοποίησης ενός τέτοιου φορέα η χρησιμότητά του είναι προφανής. Μπορεί να χρηματοδοτείται από τους Ο.Τ.Α., από επαγγελματικές οργανώσεις, από εισφορές επαγγελματιών κλπ. Το ρόλο ενός τέτοιου φορέα θα μπορούσε να παίξει η Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου δημιουργώντας χρηματοδοτικά προϊόντα με ελκυστικούς όρους.
3.3.1.4 Σύνταξη Αναπτυξιακού Σχεδίου
Ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να στηριχθεί σε δύο βασικούς πυλώνες: α) την επιστημονική/τεχνολογική υποδομή και β) στη βούληση όλων των εμπλεκομένων αλλά και των τοπικών κοινωνιών γενικότερα.
Οι επίσημοι φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν το κατάλληλα εκπαιδευμένο και εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που θα επεξεργαστεί τα αιτήματα της λαϊκής βάσης, θα αναδείξει τα προβλήματα, θα ορίσει τους στόχους αλλά και θα προτείνει λύσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη της αναγκαίας τεχνολογικής υποδομής και πιο συγκεκριμένα η ύπαρξη Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S.) με την προϋπόθεση ότι τα συστήματα αυτά δεν θα χρησιμοποιούνται ως συστήματα γεωγραφικής χαρτογράφησης αλλά ως εργαλεία ολοκληρωμένης, διεπιστημονικής προσέγγισης των δεδομένων. Θα πρέπει να διαθέσουν το κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό που θα τροφοδοτεί συνεχώς το σύστημα σε όλα τα επίπεδα υποβάθρων ώστε να καταστεί λειτουργικό και χρήσιμο αναπτυξιακό εργαλείο.
Οι διεθνείς και εθνικές πολιτικές θα πρέπει να τεθούν οπωσδήποτε υπόψη ώστε οι προτεινόμενοι στόχοι να είναι πλήρως ενταγμένοι στον γενικότερο εθνικό και ευρωπαϊκό σχεδιασμό.
Τέλος να επισημανθεί ότι ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να έχει τη μορφή ενός ολοκληρωμένου Αναπτυξιακού Σεναρίου.
3.3.1.5 Πιστοποίηση φορέα για παροχή πιστοποιήσεων διασφάλισης ποιότητας
Ένας βασικός παράγοντας για την επιτυχία ενός αναπτυξιακού σχεδιασμού είναι η εξασφάλιση κατά το δυνατόν υψηλού δείκτη ποιότητας τόσο στις υπηρεσίες όσο και στα προϊόντα. Κάποιος φορέας εκ των υφισταμένων δωδεκανησιακών αναπτυξιακών φορέων θα πρέπει να πιστοποιηθεί ώστε να μπορεί να απονέμει πιστοποιήσεις στο πλαίσιο των διεθνών κανονισμών πιστοποίησης και με βάση τα πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί για κάθε παραγωγικό τομέα. Ειδικότερα για το χώρο του αγροτουρισμού το Υπουργείο Ανάπτυξης θεωρεί προτεραιότητα την ανάπτυξη προτύπων ποιότητας με τα οποία θα πιστοποιούνται φορείς και επιχειρήσεις αλλά και την οργάνωση διαδικασιών πιστοποίησης (μητρώο πιστοποιητών και συμβούλων) βάσει των οποίων θα ελέγχεται η ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών.
Ένα τέτοιο πρότυπο αναπτύχθηκε από τον ΕΛΟΤ (Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης). Το πρότυπο πιστοποίησης διασφάλισης ποιότητας για αγροτουριστικές επιχειρήσεις συντάχθηκε από τον ΕΛ.Ο.Τ. και πιστοποιείται από την «Αγροτουριστική Α.Ε.». Το πρότυπο αυτό εισάγει ορολογία για τον αγροτουρισμό όσον αφορά στους πελάτες, τον αγροτουρισμό, τον αγροτουριστικό προορισμό, το αγροτουριστικό προϊόν κλπ. Το αιτούμενο της ενότητας είναι να υπάρξει και τοπικός φορέας πιστοποίησης πέραν της «Αγροτουριστικής Α.Ε».
3.3.1.6 Ανάπτυξη πλαισίου αρχών για τον Δωδεκανησιακό Τουρισμό
Προτείνεται να συνταχθεί, μετά από εκτεταμένο διάλογο και ανταλλαγή απόψεων με τους εμπλεκόμενους ένα κείμενο συμφωνημένων αρχών που να διέπουν κάθε δραστηριότητα σχετιζόμενη άμεσα ή έμμεσα με τον τουρισμό.
Αυτό διότι αν δεν συμφωνηθεί εξ αρχής το πλαίσιο και τα όρια της τουριστικής εκμετάλλευσης, ειδικά για τον εναλλακτική και αγροτουριστική μορφή της, σύντομα οι εμπλεκόμενοι θα βρεθούν προ αδιεξόδων.
Ένα σχέδιο τέτοιου πλαισίου αρχών προτείνεται παρακάτω:
Γενική αρχή: Σκοπός της ύπαρξης αυτού του πλαισίου αρχών όπως και κάθε αναπτυξιακής προσπάθειας είναι η βελτίωση των βιοτικών συνθηκών των κατοίκων της περιοχής είτε εμπλέκονται είτε όχι με τον τουρισμό. Επιπλέον να εξασφαλιστεί ο μέγιστος βαθμός ικανοποίησης για τους επισκέπτες.
Αρχή πρώτη: Αποδεχόμαστε τον τουρισμό ως πλουτοπαραγωγική πηγή, στο βαθμό όμως που δεν επιφέρει βλάβες στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον αλλά το αξιοποιεί δημιουργικά.
Αρχή δεύτερη: Το σημαντικότερο όλων από αυτά που θα πρέπει να διαφυλαχτούν είναι η παράδοση και η ιδιαίτερη πολιτισμική μας ταυτότητα. Ο τουρισμός δεν θα πρέπει να αποτελεί κίνδυνο για τη διατήρησή τους. Αντίθετα κατανοούμε ότι η ταυτότητα και η παράδοσή μας αποτελούν τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα.
Αρχή τρίτη: Χωρίς να αγνοούμε την τουριστική ανάπτυξη και τις υποδομές του μαζικού τουρισμού δηλώνουμε ότι έμφαση δίνουμε κυρίως στην ανάπτυξη ήπιων ή εναλλακτικών μορφών τουρισμού μια που αυτές δεν απειλούν το περιβάλλον, την ταυτότητα και την παράδοσή μας.
Αρχή τέταρτη: Δηλώνουμε ότι θα τείνουμε προς την κατεύθυνση της επίτευξης του στόχου της ολικής ποιότητας από όποια θέση υπηρετούμε τον τομέα του τουρισμού.
Αρχή πέμπτη: Φροντίζουμε οι δράσεις μας να έχουν αναδεικνύουν τον παραδοσιακό κοινοτικό χαρακτήρα και όχι τον ξενόφερτο του άκρατου ανταγωνισμού.
3.3.1.7 Δημιουργία Υπαίθριου Μουσείου Παραδοσιακής Δωδεκανησιακής Ναυπηγοξυλουργικής Τέχνης
Η δράση αυτή προτείνεται διότι αφενός ο πλούτος της δωδεκανησιακής ναυπηγικής τέχνης είναι ουσιαστικά ανεξάντλητος και αφετέρου το κόστος υλοποίησης και συντήρησης ενός τέτοιου μουσείου θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένο. Αυτό διότι τα εκθέματα μπορούν να εμπλουτιστούν από τα αποσυρόμενα από την ενεργό αλιεία σκάφη αλλά και από την απόκτηση άλλων εγκαταλελειμμένων στα καρνάγια των νησιών.
3.3.1.8 Το πρόβλημα των θαλάσσιων συγκοινωνιών
Μία επιπλέον καταγραφή του ιστορικού της δημιουργίας του ακτοπλοϊκού προβλήματος στη Δωδεκάνησο πιστεύεται ότι δεν θα είχε να προσθέσει τίποτα καινούριο. Το ίδιο ακριβώς και αναφορικά με τις επιπτώσεις του προβλήματος αυτού σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής και ιδιαίτερα στα μικρότερα των νησιών.
Η λύση που προτείνεται εδώ είναι αυτή που θέλει τη δημιουργία δικτύου συχνών εσωτερικών γραμμών και άμεση διασύνδεσή τους με τα δρομολόγια προς Πειραιά μέσω των μεγαλύτερων νησιών (Ρόδου και Κω). Ο τύπος των πλοίων που προτείνεται για τα εσωτερικά δρομολόγια είναι αυτός των κλειστού τύπου σκαφών, ανοικτής θαλάσσης με ταχύτητα τουλάχιστον 25 knots.
Η επίλυση του προβλήματος αυτού δεν είναι πλέον θέμα των δημόσιων φορέων του Νομού (για την μετά ΔΑΝΕ εποχή) αλλά ιδιωτών που θα συναθροίσουν το κόστος της επένδυσής τους με τα αναμενόμενα οφέλη, γίνεται φανερό ότι θα πρέπει οι τοπικοί φορείς να εκλογικεύσουν στο βαθμό του εφικτού και όχι του επιθυμητού τις απαιτήσεις τους για συχνότητα προσεγγίσεων των πλοίων στα νησιά τους. Αυτό όσο κι αν είναι κατανοητό το πόσο σημαντική είναι η συγκοινωνιακή επάρκεια για έναν τόπο.
3.3.1.9 Δημιουργία πανελληνίου δικτύου καταστημάτων πώλησης Δωδεκανησιακών προϊόντων
Η προσπάθεια αυτή εντάσσεται στη στήριξη των μικρών επιχειρήσεων που θα επιθυμούσαν να δραστηριοποιηθούν στα μικρότερα νησιά όπου οι τοπικές αγορές αδυνατούν να τους εξασφαλίσουν τους απαραίτητους πόρους.
Αυτή η αλυσίδα καταστημάτων θα προβάλλει την πολιτισμική ταυτότητα των Δωδεκανήσων μέσα από την παραγωγή της σε όλους τους τομείς. Έτσι θα πρέπει να έχει όνομα που να παραπέμπει στον τόπο.
Στους χώρους των καταστημάτων αυτών είναι δυνατόν να παρέχεται πληροφόρηση για τον τουριστικό τομέα (καταλύματα, εστιατόρια κλπ).
3.3.1.10 Ειδική Δράση Ρόδου
Η πόλη της Ρόδου είναι πλέον ένα μεγάλο αστικό κέντρο όπου κανείς με δυσκολία θα αναγνωρίσει στοιχεία του παραδοσιακού μας πολιτισμού, πέραν των μνημείων (Παλιά Πόλη π.χ.) και των σχετικών μουσείων. Από την άλλη εδώ έχει αναπτυχθεί σημαντικότατη πολιτιστική παραγωγή (Φεστιβάλ Όπερας, Μέρες Μουσικής, ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., Πειραματική Χορωδία κλπ). Λίγα είναι λοιπόν αυτά που μπορούν να γίνουν επιπλέον. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η προστασία της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας της πόλης, αν δεν είναι ήδη πολύ αργά.
Ακολούθως χρειάζεται η προσπάθεια για την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών επιπτώσεων από την αστικοποίηση. Δηλαδή χρειάζεται να γίνει προσπάθεια ώστε να εμπεδωθούν στους κατοίκους της πόλης οι κοινωνικές αξίες που εντοπίζονται στην παραδοσιακή κοινότητα. Αυτό διότι η αστικοποίηση των συμπεριφορών επέφερε και επιφέρει εξαιρετικά δυσάρεστες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων αλλά και στην αξία της πόλης ως τουριστικού προορισμού: Υψηλότατη
στάθμη αστικού θορύβου, άναρχη και ημιπαράνομη αστική δόμηση, υπερβολική χρήση ιδιωτικών μέσων μετακίνησης κλπ.
3.3.2 ΥΠΟΔΟΜΕΣ
Βασικό στοιχείο του πολιτισμού είναι οι τέχνες και ως παράδοση και ως επίδραση από άλλους πολιτισμούς που εμπλουτίζουν τον οικείο αλλά και ως σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Η πεμπτουσία της τέχνης βρίσκεται στην επικοινωνιακή της διάσταση, όταν δηλαδή βρίσκει το δρόμο προς τα αυτιά ή τα μάτια ή το συναίσθημα του «άλλου». Η τέχνη ως μέσον έκφρασης απαιτεί γνώση του χειρισμού της δικής της γλώσσας προκειμένου να κατακτηθούν από το υποκείμενο τα εκφραστικά μέσα.
Και οι δύο πιο πάνω διαδικασίες έχουν την ανάγκη ύπαρξης υποδομών ώστε να μπορούν να γίνουν πράξη. Με εξαίρεση τη Ρόδο (χωρίς να σημαίνει ότι έχει καλύψει όλες τις σχετικές της ανάγκες) παρατηρείται σημαντική υστέρηση στον τομέα των υποδομών και εκεί θα πρέπει να προσανατολιστούν οι προσπάθειες των συλλογικών φορέων, αφού βεβαίως γίνει κατανοητό ότι οι επενδύσεις στον τομέα αυτό είναι υψηλά ιεραρχημένες και όχι «πολυτέλειες». Το τομεακό Ε.Π. «Πολιτισμός 2000-2006» μπορεί να εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους.
3.3.3 Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΕΜΨΥΧΩΤΩΝ
Οι τοπικοί εμψυχωτές (στην Αγγλική ο όρος συνίσταται από τρεις προσεγγίσεις: Community agent, Community animator και Community facilitator) είναι άτομα που μπορούν να επιτελέσουν ένα σημαντικότατο ρόλο στην αναπτυξιακή διαδικασία. Λόγω της φύσης του έργου που καλούνται να επιτελέσουν αναφέρονται στους Ο.Τ.Α. Ποιος είναι όμως, ακριβώς, ο ρόλος τους;
Ο τοπικός εμψυχωτής:
1.Είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας, με αποστολή και αντικείμενο εργασίας να υποστηρίζει τοπικές κοινωνίες να κατανοήσουν τη θέση τους, να κινητοποιήσουν τη σκέψη τους και να τις εμπλέξει σε διαδικασίες ανάπτυξης.
2.Θα βοηθήσει την τοπική κοινωνία να ικανοποιήσει τους στόχους της φέρνοντας σε αυτήν ικανότητες και γνώσεις σε όποια διαδικασία η κοινότητα αυτή έχει εμπλακεί με σκοπό την υποστήριξη συγκεκριμένων στόχων της.
3.Θα ενεργήσει σαν υποστηρικτικός μηχανισμός για την επίτευξη των στόχων της κοινότητας.
4.Θα προσδιορίσει τις εκπαιδευτικές ανάγκες στο πλαίσιο των στόχων της κοινότητας και θα υποστηρίξει τα κατάλληλα άτομα για να αποκτήσουν τις απαραίτητες ικανότητες.
5.Θα έχει διοικητικές ικανότητες τόσο για την υλοποίηση συγκεκριμένων σχεδίων όσο και για την κινητοποίηση των τοπικών κοινωνιών.
6.Θα έρχεται σε επαφή με οργανισμούς που λειτουργούν στην περιοχή του και γνωρίζει όλα τα σχετικά θέματα με τη δράση τους.
Το ρόλο του τοπικού εμψυχωτή μπορεί να αναλάβει και κάποιος δημοτικός σύμβουλος άτυπα αλλά και ενεργοί πολίτες ιδιαίτερα στις μικρές κοινότητες. Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν κάποιοι διαθέσιμοι από τις παραπάνω ομάδες, στα περισσότερα χωριά υπάρχουν πολίτες (άνδρες ή γυναίκες) που για διάφορους λόγους ο καθένας παίζουν παρόμοιο ρόλο.
Το προφίλ του πολίτη αυτού έχει ως εξής: έχουν συνήθως λυμένο το βιοποριστικό πρόβλημα, εργασιακές δραστηριότητες με αντικείμενο που να τους φέρνει σε επαφή με τον κόσμο της τοπικής τους κοινωνίας και οι οποίοι για διάφορους λόγους έχουν ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τον τόπο τους, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες – πάντα σε εθελοντική βάση – και υποκινούν ομάδες συμπολιτών τους στην κατεύθυνση αναπτυξιακών δραστηριοτήτων.
3.3.4 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μέσα από τις προτάσεις που κατατέθηκαν παραπάνω έγινε προσπάθεια να δειχθεί η ανάγκη αναπροσανατολισμού της αναπτυξιακής πορείας της Δωδεκανήσου, από την μονοκαλλιέργεια του τουρισμού στην πολυδιάστατη αναπτυξιακή προοπτική που αξιοποιεί το πολιτισμικό της πλούτο. Με αυτό τον τρόπο πιστεύεται ότι θα μειωθούν οι σοβαρές επιβαρύνσεις του φυσικού και ανθρωπογενούς και δομημένου περιβάλλοντος που επέφερε η άκρατη εκμετάλλευση των πόρων, σύμφυτη με τη διαδικασία της ανάπτυξης του μαζικού τουρισμού, τουλάχιστον στα μεγάλα νησιά. Για τα μικρότερα ο αναπροσανατολισμός αυτός φαίνεται να αποτελεί αναπτυξιακό μονόδρομο, που φιλοδοξεί να αντιστρέψει την τάση εγκατάλειψης και αστικοποίησης των κατοίκων τους. Παράλληλα έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα του ότι οι πόροι τους, σε μεγάλο βαθμό, δεν έχουν, ανεπιστρεπτί, εξαντληθεί. Άρα με μια σωστή και αειφόρα διαχείρισή τους μπορούν να εξασφαλίζουν στο διηνεκές το βασικό υπόβαθρο ανάπτυξης. Η ήπια τουριστική ανάπτυξη με το να προστατεύει το πολιτισμικό κεκτημένο του τόπου δρα ευεργετικά και στον κοινωνικό τομέα. Ισχυροποιεί την τοπική κοινωνία, ενδυναμώνει την αίσθηση της κοινότητας και τη βοηθάει να αυτοπροσδιοριστεί.
Επισημάνθηκε το οξύτατο πρόβλημα της ακτοπλοϊκής συγκοινωνίας, με επίγνωση όμως του ότι οι τοπικές κοινωνίες και αρχές δεν έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν αποτελεσματικά, παρά μόνο να συνεισφέρουν στην επίλυσή του. Ίσως οι δυνατότητες εξαντλούνται στο να μπορέσουν να υλοποιήσουν (και οργανωτικά και με την προμήθεια των μέσων) τη συχνή εσωτερική ακτοπλοϊκή σύνδεση των νησιών.
Τέλος να επισημανθεί ότι οι Ο.Τ.Α θα πρέπει να αποτελέσουν θετικά πρότυπα κοινοτικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής συμπεριφοράς, τόσο σε επίπεδο δομών όσο και στο βαθμό που προσωποποιούνται οι δομές αυτές, τουλάχιστον στα μικρά νησιά όπου η απόσταση μεταξύ δημοτών και Ο.Τ.Α. είναι πολύ μικρότερη.
4. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
4.1.1 S.W.O.T. analysis
Τα αρχικά S.W.O.T. σημαίνουν: Strengths (δυνατά σημεία), Weaknesses (αδύνατα σημεία), Opportunities (ευκαιρίες), Threats (απειλές).
Η S.W.O.T. analysis είναι ένα εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συμμετοχικές διαδικασίες προκειμένου να αναπτυχθούν κοινές στρατηγικές.
Το εργαλείο της S.W.O.T. analysis αναπτύχθηκε αρχικά για να διερευνήσει την ανταγωνιστική θέση μιας επιχείρησης στην αγορά, απεικονίζοντας τις δυνατότητες μιας εταιρείας και τις συνθήκες του πλαισίου που επικρατούν στην ανάπτυξή της. Ωστόσο παραμένει και ένα πολύτιμο εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την οργανωτική ανάπτυξη, το σχεδιασμό σταδιοδρομίας, τη διαχείριση προγραμμάτων κ.ά.
Σκοπός της S.W.O.T. analysis δεν είναι να παρέχει την πλήρη εικόνα μιας συγκεκριμένης κατάστασης. Αντιθέτως έχει σχεδιαστεί για να επικεντρώνεται σε ζητήματα καθοριστικής σημασίας. Με αυτόν τον τρόπο οι συζητήσεις των εμπλεκομένων μπορούν να επικεντρώνονται στα ουσιώδη αντί να αποδυναμώνονται από τη σύνθετη όψη της πραγματικότητας.
Η S.W.O.T. analysis θεωρείται βασικό εργαλείο λήψης αποφάσεων και χρησιμοποιήθηκε κατά τη 10ετία του 1980 από Ο.Τ.Α. προκειμένου να επεξεργαστούν διάφορες παραμέτρους της τοπικής ανάπτυξης. Η χρήση του εργαλείου έχει επεκταθεί τελευταία στην υπηρεσία της διάγνωσης της τοπικής ανάπτυξης και κυρίως σαν εργαλείο ex ante αξιολόγησης των περιφερειακών προγραμμάτων.
Τα στάδια εφαρμογής μιας S.W.O.T. analysis είναι:
1. Το πλήρης καταγραφή του περιβάλλοντος στο οποίο θα λειτουργήσει το πρόγραμμα.
2. Η καταγραφή των πιθανών δράσεων, καταγεγραμμένων σε γενική μορφή και διαρθρωμένων σε σχέση με τα κυρίως διαπιστωμένα προβλήματα
3. Η ανάλυση των ευκαιριών και των κινδύνων, που αναφέρονται στο εξωτερικό περιβάλλον του προγράμματος. Το στάδιο αυτό ολοκληρώνεται με την καταγραφή παραγόντων που δεν τελούν υπό τον άμεσο έλεγχο των δημοσίων αρχών και οι οποίοι επηρεάζουν αισθητά την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
4. Η ανάλυση των δυνατοτήτων και των αδυναμιών που ολοκληρώνει και την ανάλυση του τρίτου σταδίου, με μια καταγραφή των παραγόντων που είναι τουλάχιστον εν μέρει υπό τον έλεγχο των δημοσίων αρχών και οι οποίοι ενδέχεται όπως οι προηγούμενοι είτε να προωθούν είτε να αναστέλλουν τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή διαδικασία.
5. Η ταξινόμηση των πιθανών δράσεων: Οι δράσεις αυτές θα τονιστούν ως προς την επίπτωση που αναμένεται να έχουν στη μείωση και τον περιορισμό των προβλημάτων που συναντά η αναπτυξιακή διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό η επικέντρωση της προσπάθειας για την υλοποίησή τους θα εστιάζει στην ενίσχυση των δυνατοτήτων και των ευκαιριών και στη μείωση των κινδύνων και των αδυναμιών.
6. Η αξιολόγηση της στρατηγικής αποτελεί προαιρετικό στάδιο που μπορεί να παραληφθεί όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο, με στόχο την εκτίμηση της σχετικότητας της στρατηγικής που αναλαμβάνεται ή πρόκειται να αναληφθεί. Η αξιολόγηση σχεδιάζεται στη βάση της ανάλυσης μιας δέσμης ή ενός πακέτου δράσεων.
Η S.W.O.T. analysis μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο διαχείρισης για την εκτίμηση της σχετικότητας μιας στρατηγικής κατά το στάδιο προγραμματισμού ή το στάδιο της εφαρμογής.
Στη χρήση της S.W.O.T. analysis θα ήταν σκόπιμο να αποφευχθούν γενικότητες όπως για παράδειγμα «εξάρτηση από τον τριτογενή τομέα» ή «αγροτική περιοχή» ή «απομακρυσμένη περιοχή από τα κέντρα πληροφόρησης». Στον αντίποδα πολύ χρήσιμα είναι στοιχεία όπως η σύνθεση πληθυσμού, ο αριθμός των επιχειρήσεων, η ύπαρξη εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κλπ.
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα θα πρέπει να αποσαφηνίζονται ακόμα και αν θεωρούνται ασήμαντα ή αμελητέα. Το ίδιο ισχύει και για τα μειονεκτήματα σε διάφορους βαθμούς σοβαρότητας το ισοζύγιο των οποίων θα φανεί καθαρά στην S.W.O.T. analysis.
Η S.W.O.T. analysis είναι χρήσιμη και διότι υποκινεί την ομάδα των εμπλεκομένων φορέων σε τοπικό επίπεδο να εργαστούν και να δώσουν λύσεις σε ζητήματα.
Αναφορικά με τις επιχειρήσεις τα δυνατά σημεία διακρίνονται συνήθως σε 4 κατηγορίες: α) υγιής οικονομική κατάσταση, β)καλή φήμη και δυνατό όνομα και συνακόλουθα σίγουρη πελατειακή βάση, γ) ικανότητες διοίκησης και προσωπικού, δ) αποτελεσματικές προμήθειες και καλές σχέσεις με τους προμηθευτές.
Αδύνατα σημεία συνήθως: α) κακή οικονομική διαχείριση, β) κακή τοποθεσία, γ) απαρχαιωμένος εξοπλισμός – χαμηλή παραγωγικότητα, δ) μακροχρόνιες μισθώσεις ακατάλληλων χώρων ή εξοπλισμού και ε) τα αντίθετα των δυνατών σημείων.
Στον τομέα των εξωτερικών ευκαιριών υπάρχουν ευκαιρίες όπως η ανάπτυξη νέων καναλιών διανομής και προώθησης (Internet), μεταβαλλόμενα καταναλωτικά πρότυπα, βελτίωση των συγκοινωνιακών συνθηκών κλπ.
Στον τομέα των απειλών ως εξωτερικών παραγόντων μπορούν να καταχωριστούν η υπερβολική εξάρτηση από έναν και μόνο διανομέα ή ενδιάμεσο, οι αυξήσεις των τιμών εκ μέρους των προμηθευτών, η αύξηση του ενεργειακού κόστους, η επί χείρω μεταβολή της φορολογικής πολιτικής κλπ.
Το όφελος προκύπτει όταν διαγνωστούν οι ευκαιρίες που κρύβονται στα δυνατά σημεία και στην μετατροπή των απειλών σε ευκαιρίες
Να σημειωθεί ότι η παρέμβαση και οι δράσεις μπορούν να ασκήσουν κάποιο έλεγχο μόνο στα δυνατά σημεία και στις αδυναμίες ενώ οι απειλές και οι ευκαιρίες καθορίζονται από εξωτερικούς παράγοντες.
Επίσης, να επισημανθεί ότι η S.W.O.T. analysis είναι ένα συμμετοχικό εργαλείο που μόνο ως τέτοιο μπορεί να είναι αποτελεσματικό.
Η μεθοδολογία αυτή μπορεί να έχει εφαρμογή τόσο σε επίπεδο επιχείρησης όσο και σε επίπεδο Ο.Τ.Α.
4.1.2 Επιχειρηματικό σχέδιο
Πρόκειται για τον ex ante σχεδιασμό και πρόβλεψη των θεμελιωδών παραγόντων που μπορούν να καθορίσουν το μέλλον μιας επιχειρηματικής προσπάθειας. Ίσως είναι πιο οικείο με τον αγγλικό ορισμό του: business plan.
Το επιχειρηματικό σχέδιο πρέπει να είναι γραπτό. Παρακάτω δίδονται οδηγίες για το πώς μπορεί να συνταχθεί και να διαρθρωθεί:
1. Περίληψη: Γράφεται τελευταία και περιλαμβάνει οπωσδήποτε τους επενδυτικούς στόχους, τα απαιτούμενα κεφάλαια, τη στρατηγική.
2. Η επιχείρηση: Παρουσιάζεται συνοπτικά το επιχειρηματικό σχέδιο, το φυσικό αντικείμενο, τα κίνητρα.
3. Συνοπτική παρουσίαση του εγχειρήματος: Αναφέρεται το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών ή των παραγόμενων προϊόντων, το κοινό στο οποίο απευθύνονται, στον ανταγωνισμό αλλά και στις ευκαιρίες του κλάδου.
4. Υπόβαθρο: Εδώ αναφέρονται οι εμπειρίες ή των συντελεστών της υπό ίδρυση επιχείρησης ή της ίδιας της επιχείρησης αν είναι υφιστάμενη.
5. Αποστολή: Αναφέρονται οι στόχοι της επιχείρησης
6. Περίληψη του εγχειρήματος: Περιγράφονται περιληπτικά αλλά περιεκτικά οι δραστηριότητες που θα αναπτυχθούν.
7. Κίνητρα και στόχοι των συντελεστών: Εδώ αναφέρονται ο, τι αναφέρει ο τίτλος του σταδίου.
8. Κρίσιμα σημεία: Εδώ αναφέρονται οι κρίσιμοι παράγοντες που μπορούν να καθορίσουν την επιτυχία του εγχειρήματος.
9. Το σχέδιο μάρκετινγκ: Αποτυπώνεται η γνώση των προτιμήσεων των πελατών, των συνηθειών και των προσδοκιών τους. Αναφέρονται οι ειδικοί.
10. Έρευνα αγοράς, μακροανάλυση: Αποτυπώνονται οι οικονομικοί, πολιτικοί, νομικοί, περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το εγχείρημα.
11. Προσδιορισμός της ομάδας-στόχου: Καθορισμός
12. Ανάλυση ανταγωνισμού: Καταγραφή ανάδειξη ισχυρών και ασθενών σημείων σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
13. Ανάλυση S.W.O.T: ακολουθήστε τη μεθοδολογία εκπόνησης S.W.O.T. analysis.
14. Στρατηγική τοποθέτηση της επιχείρησης: Προσπαθήστε να καθορίσετε την εικόνα που θα έχουν οι πελάτες σας για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες σας και το που θα σας τοποθετούν σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
15. Περιγράψτε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια το προϊόν σας.
16. Τιμολογιακή πολιτική: Αποτυπώστε τους παράγοντες που θα καθορίζουν την τιμολογιακή σας πολιτική (ανταγωνισμός, κόστος πρώτων υλών, κίνδυνοι κλπ).
17. Διανομή: Αποτυπώστε το σχεδιασμό σας για τα δίκτυα διανομής των προϊόντων σας.
18. Επικοινωνία: Καθορίστε με σαφήνεια την πολιτική προώθηση των προϊόντων σας.
19. Πρόβλεψη πωλήσεων: Καταγράψτε την πρόβλεψη των πωλήσεων ανά προϊόν ή υπηρεσία για τα πρώτα 5 έτη. Προϋπόθεση να έχει πρώτα καθοριστεί η στρατηγική μάρκετινγκ.
20. Διοικητική διάρθρωση της επιχείρησης: Καθορίστε τη βέλτιστη στελέχωση και οργάνωση της επιχείρησής σας. Συντάξτε οργανόγραμμα και κανονισμό εσωτερικής λειτουργίας (ποιος αναφέρεται σε ποιόν, σαφής περιγραφή καθηκόντων ανά θέση).
21. Σχεδιασμός παραγωγής: Καταγράψτε αναμενόμενες ποσότητες παραγωγής, αποθεμάτων πρώτων υλών, σύνδεση με τη ζήτηση.
22. Χρηματοοικονομικός σχεδιασμός: Επενδυτικό σχέδιο, χρηματοδοτικά σενάρια, ταμειακός προϋπολογισμός.
23. Επενδυτικό σχέδιο: Απαρίθμηση και αξιολόγηση όλων των πόρων που χρειάζονται στο αρχικό στάδιο, άμεση διασύνδεση με τον χρηματοοικονομικό σχεδιασμό.
24. Σχέδιο χρηματοδότησης: Προϋπολογισμός των πηγών άντλησης κεφαλαίων.
25. Παρατηρήσεις
4.2 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
4.2.1 ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αγοραστάκης Γ., Τοπική Ανάπτυξη. Ο Αγροτικός Τουρισμός Ποιότητας, CRF Ο.Α.ΔΥ.Κ., Χανιά 1996
Barquero-Vasquez A., Τοπική Ανάπτυξη. Μια στρατηγικήγια τη δημιουργία Απασχόλησης, μτφρ. Χωραφά Β., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1991
Βιρβιδάκης Στ., Γράψας Ν., Γρηγορίου Μ., Ζωγράφου Μ., Λέκκας Δ., Παπαοικονόμου-Κηπουργού Κ., Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού. Διαλεκτικοί Συσχετισμοί – Θεωρία της ΕλληνικήςΜουσικής, εκδ.Ε.Α.Π., Πάτρα 2003
Βούρτσης Ι., Μανακίδου Ε., Πασχαλίδης Γ., Σμπόνιας Κ., Εισαγωγή στηνέννοια του Πολιτισμού. Η έννοια του Πολιτισμού. Όψεις του ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999
Borgeaud P., Cambiano G., Canfora L., Garlan Y., Mossè C., Murray O., Redfield J., Segal C., Vegetti M., Vernant J.P., Ο Έλληνας άνθρωπος, μτφρ.Τασάκος Χ., εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996
Montainge M. de, Δοκίμια, μτφρ. Νάκας Θ., εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1982
Braudrillard J., Το πνεύμα της τρομοκρατίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2002
Braudel F., Μεσόγειος, τόμος Α΄: Ο ρόλος του περίγυρου, μτφρ. Μιτσοτάκη Κ., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1991
Chondorkoff D., Να ορίσουμε ξανά την ανάπτυξη, περ. «Κοινωνία και Φύση», τ. 7
Elias N., Η Εξέλιξη του Πολιτισμού, τόμος Α΄, μτφρ. Βαϊκούση Ε., εκδ. Νεφάλη, Αθήνα 1997
Καψωμένος Ε. Γ., Ο Κωστής Παλαμάς, η εθνική ιδεολογία και η πολιτισμική μας παράδοση, Φιλολογική, Αφιέρωμα στον Κ. Παλαμά, τ. 45, 1993
Lottman J.-Ouspenski B., Για το σημειωτικόμηχανσιμό της Κουλτούρας, περιοδικό «Σπείρα», τ. 1, 1984
Montainge M. de, Δοκίμια, μτφρ. Νάκας Θ., εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1982
Ρόκος Δ., Σκέψεις για την ανάπτυξη. Ο ρόλος του Αγρ. Τοπ. Μηχανικού, Σπουδαστικές σημειώσεις, Ε.Μ.Π., Αθήνα 1963
Ρόκος Δ., Ολοκληρωμένες Αποδόσεις, Τεχνικά Χρονικά (τριμηνιαία επιστημονική έκδοση), τ. 1, Τ.Ε.Ε., Αθήνα 1977
Ρόκος Δ., Επιστήμες και Περιβάλλον στα τέλη του αιώνα. Προβλήματα και Προοπτικές, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1995
Ρόκος Δ., Η διεπιστημονικότητα στην Ολοκληρωμένη Προσέγγιση και Ανάλυση της Ενότητας της Φυσικής και Κοινωνικοοικονομικής Πραγματικότητας, εκδ. ΤΥΠΩΘΗΤΩ-Δάρδανος, Αθήνα 1998
Χαραλαμπίδης Μ., Αγροφιλία. Αγροτική Αναγέννηση. Νέα Αγροτικότητα, εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2002
Κείμενο της Ανακοίνωσης της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Ο.Κ.Ε.) των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Μάιος 1986, περ. «Τουρισμός & Οικονομία», τ. Ιουνίου-Ιουλίου 1986
4.2.2 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Cartin T.J., Principles and Practices of TQM, εκδ. Quality Press, Milwaukee 1993
Childe V., Social Evolution, εκδ. Watts, Λονδίνο 1951
Febvre L., Civilization: Evolution of a world and a group of ideas, στο J.Rundell-S.Mennel, Classical readings in Culture and Civilization, Routledge, Λονδίνο 1998
Goffey J.W.-Polese M., Local development: Conceptual Basis and Policy Implications, Regional Studies, 1985
Juran J.M., Juran onPlanning for Quality, εκδ. Free Press, Νέα Υόρκη 1998
Urevbu A., UNESCO World Decade for Cultural Development, εκδ. UNESCO, Παρίσι 1997-1998
Tylor E., Primitive Culture, John Murray, Λονδίνο 1871
Tylor E., Anthropology, εκδ. McMilan, Νέα Υόρκη 1895
Weber A., Fundamentals of Culture-Sociology: Social process, Civilizational process and Culture Movement, στο J.Rundell-S.Mennel, Classical readings in Culture and Civilization, Routledge, Λονδίνο 1998
Williams R., Culture is ordinary, στο J. McGuigan, StudyingCulture: an introductory Reader, E. Arnold, Λονδίνο 1193
11White L., The evolution of Culture, εκδ. McGraw-Hill, Νέα Υόρκη 1959